Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπὶ+τοῦ+κακουργήματος

  • 1 επιμενω

        1) оставаться (еще), медлить, выжидать
        

    (εἰ δ΄ ἐθέλεις, ἐπίμεινον Hom.; νεῶν ποίησιν τελεσθῆναι Thuc.)

        ἐπίμεινον, Ἀρήϊα τεύχεα δύω Hom. — подожди, надену Ареевы доспехи

        2) ожидать, быть участью, предстоять
        

    (τίς ἄρα πότμος ἐπιμένει τὸν ἄλκιμον ἄνακτα; Eur.)

        3) оставаться, пребывать
        

    (ἐς αὔριον Hom.; ἐπὴ τῇ στρατιᾷ Xen.; ἡμέρας τινάς NT.)

        4) оставаться без изменений, сохраняться
        

    ἐ. ἐπιεικῶς συχνὸν χρόνον Plat.сохраняться в течение довольно долгого времени

        5) оставаться (при чем-л., твердо держаться чего-л.), упорствовать
        

    (ἐπὴ τοῦ κακουργήματος Dem.; τῇ ἁμαρτίᾳ NT.)

        ἐπέμενε ἐπὴ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκώς Plat. — он твердо и прямо держался на колеснице;
        ἐ. ἐπὴ τῇ ζητήσει Plat. — упорно продолжать исследование;
        ἐ. ταῖς σπονδαῖς Xen. — соблюдать перемирие;
        ἐ. τῷ μέ ἀδικεῖν Xen. (строго) воздерживаться от несправедливостей;
        ἐπιμένοντος τοῦ πνεύματος Luc.так как ветер не утихал

        6) оставаться на поверхности
        

    (τὰ μὲν ἐπιμένει, τὰ δὲ φέρεται κάτω Arst.)

    Древнегреческо-русский словарь > επιμενω

См. также в других словарях:

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»