-
1 επηρεία
ἐπηρείᾱ, ἐπήρειαinsulting treatment: fem nom /voc /acc dual——————ἐπηρείᾱͅ, ἐπήρειαinsulting treatment: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 επήρεια
-
3 ἐπήρεια
-
4 ἐπήρεια
ἐπήρεια, ας, ἡ (s. prec. entry; Thu. et al.; OGI 262, 23f; 669, 6; BGU 340, 21; PRyl 28, 139; Sym.; Philo, In Flacc. 103; 179; Jos., Ant. 13, 382; 15, 23; Ath.) abuse, ill-treatment ἐ. τοῦ ἄρχοντος τοῦ αἰῶνος τούτου IMg 1:3 (Lucian, Laps. 1 δαίμονος ἐπήρεια. S. Dssm., LO 398, 7 [LAE 454, 7] ἐ. τ. ἀντικειμένου).—DELG. -
5 ἐπήρεια
A insulting treatment, abuse,ἐχθροῦ D.18.12
, cf. Is.4.5, etc.;περὶ τὸν χορόν D.21.25
; κελεύειν κατ' ἐπήρειαν order haughtily or by way of insult, Th.1.26; κατ' ἐ. τινος γεγένηταί τι is done to insult him, Amips.9;κατ' ἐπήρειαν BGU180.8
(ii A.D.);φθόνον τ' ἐ. τε Philem.92.2
;ἐν ἐπηρείας τάξει D.18.13
;πολλὰ πρὸς ἐπήρειαν καὶ χάριν πράττειν Arist.Pol. 1287a38
; εἰς ἐ. τὴν ἐμήν ib. 195.20 (ii A.D.);χωρὶς ἐ. OGI262.24
(iii A.D.): pl., Man.4.331;λῃστρικαὶ ἐ. Chor.
in Rev.Phil.1.73; ἐ. δαίμονός τινος his capricious dealing, Luc.Laps.1, cf. Philostr.Ep.18:—later spelt [full] ἐπήρια, BGU 340.21 (ii A.D.), Melamp.(?) in PRyl.28.139 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπήρεια
-
6 ἐπήρεια
Grammatical information: f.Meaning: `bad treatment, offence, threat' (Att.).Derivatives: ἐπηρεάζω (- ει- IG 5 [2]: 6, 46, Tegea IVa) `treat presumptuously, revile, threat' (Hdt., Att., Arc.) with ἐπηρεασμός (Arist.), - αστής (Sm., pap.), - αστικός ( Com. Adesp. 202 u. a.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Abstract of an adjective *ἐπ-ηρής, usually connected with ἀρειή, ἀρή (s. vv.) but in detail unclear. Acc. to Wackernagel KZ 33, 57 = Kl. Schr. 1, 736 with lengthening in compounds from *ἔρος, which he finds in ἐρεσχηλέω (s. v.). Fraenkel Nom. ag. 1, 109 n. 3 considers *ἔρος as full grade of ἀπ-αρές, ἄρος (s. ἀρή), ἀρειή (\< *ἀρεσ-ιά̄), Ἄρης [hardly possible}. Blanc RPh 71 (1997)159 thinks the basic meaning is `want to find difficulties' and connects ἐρέθω, ἐρεθίζω; no details.Page in Frisk: 1,535Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπήρεια
-
7 ἐπηρεία
Βλ. λ. επηρεία -
8 ἐπηρείᾳ
Βλ. λ. επηρεία -
9 επηρείας
ἐπηρείᾱς, ἐπήρειαinsulting treatment: fem acc plἐπηρείᾱς, ἐπήρειαinsulting treatment: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἐπηρείας
ἐπηρείᾱς, ἐπήρειαinsulting treatment: fem acc plἐπηρείᾱς, ἐπήρειαinsulting treatment: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 επηρείαν
ἐπηρείᾱν, ἐπί-ἀρειάωirasya´imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)ἐπηρείᾱν, ἐπί-ἀρειάωirasya´imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) -
12 ἐπηρείαν
ἐπηρείᾱν, ἐπί-ἀρειάωirasya´imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)ἐπηρείᾱν, ἐπί-ἀρειάωirasya´imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) -
13 επηρειών
-
14 ἐπηρειῶν
-
15 επηρείαις
-
16 ἐπηρείαις
-
17 επηρείης
-
18 ἐπηρείης
-
19 επήρειαι
-
20 ἐπήρειαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπηρεία — ἐπηρείᾱ , ἐπήρεια insulting treatment fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρείᾳ — ἐπηρείᾱͅ , ἐπήρεια insulting treatment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήρεια — insulting treatment fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επήρεια — η (AM ἐπήρεια) μσν. νεοελλ. η επίδραση, η επιρροή την οποία ασκεί ή δέχεται κάποιος ή κάτι («η επήρεια τού φαρμάκου») αρχ. μσν. 1. κακή, βλαβερή επίδραση 2. επίθεση, κακομεταχείριση 3. (σε επιχειρηματολογία) δολιότητα, πανουργία 4. φιλότιμο,… … Dictionary of Greek
επήρεια — η 1. (για άψυχα), επίδραση, επενέργεια (ιδίως κακή ή βλαβερή): Η επήρεια της υγρασίας σκεβρώνει τα ξύλα. 2. (για πρόσωπα), η επίδραση (επιρροή) που ασκεί κάποιος σε άλλους ή δέχεται από άλλους, επίδραση ηθική, επηρεασμός: Ασκεί μεγάλη επήρεια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπηρείας — ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem acc pl ἐπηρείᾱς , ἐπήρεια insulting treatment fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρείαν — ἐπηρείᾱν , ἐπί ἀρειάω irasya´ imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐπηρείᾱν , ἐπί ἀρειάω irasya´ imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρειῶν — ἐπήρεια insulting treatment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρείαις — ἐπήρεια insulting treatment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρείης — ἐπήρεια insulting treatment fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήρειαι — ἐπήρεια insulting treatment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)