-
1 επέβασε
-
2 ἐπέβασε
-
3 ἀρχαῖος
ἀρχαῑος (comp. ἀρχαιέστερον)a ancient, of ancient timesγνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.89
ἀρχαίῳ σάματι O. 10.24
“ ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦ τιμάν” ( ἀρχὰν ἀγκομίζων coni. Chaeris) P. 4.106ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον N. 1.34
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.37
νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας I. 1.39
[ μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀρχαῖον λόγον (codd.: ἀχρεῖον Boeckh, edd. vulg.) fr. 180. 1.] πατρίδ' ἀρχαίαν fr. 215. 6.b in ancient times, of oldπολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.17
τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92
Θέμιν Μοῖραι ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 5.c ἀρχαιέστερον fr. 45. -
4 αὖτις
a again, once more.προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι P. 4.273
ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.104
ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός N. 4.70
ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν i. e. from the dead N. 8.44νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας I. 1.39
b further, and again (Cheiron reared Jason, then Asklepios) νύμφευσε δ' αὖτις ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα (Boeckh: αὖθις codd.) N. 3.56 -
5 ἐπιβαίνω
1a c. acc. set foot upon ἀλλ' ἁ Κοιογενὴς ὁπότ ἐπέβα νιν (= Δᾶλον). (v. l. ἐπιβαίνειν) fr. 33d. 4. met., touch upon πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών (“gleichzeitig ist πολλῶν auch Objekt zu βαλών” Radt, Mnem., 1966, 153) N. 1.18 [ ἐπέβα δὲ (coni. Wil.: ἕπεται δὲ codd.) N. 10.37]b come over (sc. as a cloud, so as to obscure) c. acc.ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος O. 2.95
ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45
c c. dat., embark upon, attain toἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφάνεος N. 3.20
2 aor. 1 in causal sense, made to go upon c. acc. & gen. νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας ( put him on the path of, Farnell) I. 1.39 -
6 εὐαμερία
1 good weather met., prosperity νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας (sc. αὐτόν) I. 1.40 -
7 νῦν
1 now, referring to present, immediate past, or immediate future.1 adv. of time.aνῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.13
“ ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” (Stephanus: μίμνοι codd.) I. 6.47 combined with δέ and καί, εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.) O. 3.43νῦν δὲ πὰρ Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει I. 4.58
“ νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν soon P. 9.55 ἦ μάλα δὴ μετὰ καὶ νῦν afterwards as now P. 4.64μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι P. 5.20
ἤτοι μεταίξαις σὲ καὶ νῦν N. 5.43
[ νῦν codd., νυν corr. Er. Schmid. N. 6.8]καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος I. 5.48
τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61
b c. impv., exclam., simm., emphasising urgency.ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ O. 2.89
ὄτρυνον νῦν ἑταίρους O. 6.87
ἀλλὰ νῦν ἐπίνειμαι O. 9.5
μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ O. 9.40
ἴσθι νῦν O. 11.11
ἐπακοοῖτε νῦν (Bergk: ἐπάκοοι νῦν codd.) O. 14.15 μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσε-φόνας ἔλθ, Ἀχοῖ O. 14.20
γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263
ἔλα νῦν μοι πεδόθεν I. 5.38
κλῦτε νῦν Pae. 6.58
ἰὴ ἰῆτε νῦν μέτρα παιηόνων ἰῆτε, νέοι Pae. 6.121
Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2.. μὴ νῦν νεκτα[ρ Παρθ. 2.. θνατῶν. νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον (the crux may conceal an impv.) O. 10.9ἰὴ, ἰὴ, νῦν ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τ' ἐπῆλθον Pae. 1.5
c opposed to some other time, or hypothetical situation.νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26
“ ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ” P. 8.49 εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (bis) I. 6.44 combined with various particles,νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται O. 1.90
τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν. νῦν δ' Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος O. 12.17
νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
οἱ μὲν πάλαι νῦν δ I. 2.9
τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μὰν P. 1.17
ἦ κεν ἀμνάσειεν, οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις. νῦν γε μὰν P. 1.50
τότε γὰρ. νῦν γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος P. 4.50
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν. ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37
ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ. νῦν δ αὖ μετὰ χειμέριον ζόφον I. 4.18
, cf. Pae. 2.80 infra.ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ I. 6.5
ἐν κρυοέσσᾳ συντυχίᾳ. νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας I. 1.39
οὐρανῷ προσπαλαίει νῦν γε πατρῴας ἀπὸ γᾶς. ἐν δὲ χρόνῳ for the present it is true... but.. P. 4.290νῦν μὲν αὐτῷ O. 8.65
2 c. art., pro subs., τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (byz.: τῶν δὲ νῦν codd.) P. 6.43 τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2.. ξένον μή τιν κυριώτεροντῶν γε νῦν O. 1.105
παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101
pro adv.,τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117
3 fragg. ν]ῦν δ' αὖ γλυκυμάχανον[ (supp. von Arnim) Πα. 2.. νῦν[ Πα. 13. a. 12 ]ει καὶ νῦν τέρας δι[ Πα. 13. c. 9. νῦν δεδ[ Θρ. 2. 5. -
8 πότμος
πότμος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)1 fortune (good or bad)πότμῳ σὺν εὐδαίμονι O. 2.18
τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36
Τιμόσθενες, ὔμμε δ' ἐκλάρωσεν πότμος Ζηνὶ O. 8.15
μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς O. 9.60
τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον P. 2.56
λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται εἴ τιν' ἀνθρώπων ὁ μέγας πότμος P. 3.86
πότμου παραδόντος P. 5.3
πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα N. 7.6
πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον (sc. Διόσκουροι) N. 10.57 ( μάτρωι) χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν (i. e. θάνατον Σ) I. 7.25 ]ποτμος[ Θρ. 5c. 2. πότμοιο λιπα[ ?fr. 334a. 5. pro pers.,ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος τελέσει N. 4.42
νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας (sc. αὐτόν) I. 1.39 -
9 συγγενής
συγγενής (-ής, -εῖ, -έσιν; -ές nom., acc.)a inherited, inbornἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13
μεγαλᾶν πολίων ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας (H. J. Rose: post πολίων distinx. codd., fort. recte) P. 5.16 ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται pr. N. 1.28συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει N. 3.40
πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40
νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας I. 1.40
b τὸ συγγενές, one's hereditary natureτὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.12
τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν ἄγχι καρποφόροις ἀρούραισιν N. 6.8
c m. pl., kinsfolkσυγγενέσιν παρεκοινᾶθ P. 4.133
-
10 ἐπιβαίνω
Aἐπίβᾱ Thgn.847
, [dialect] Dor. inf. ἐπιβῆν (infr.IV): [tense] fut.- βήσομαι: [tense] pf.- βέβηκα: [tense] aor. 2 ἐπέβην: [tense] aor. 1 [voice] Med. ἐπεβησάμην (of which Hom.always uses the [dialect] Ep. form ἐπεβήσετο, imper.ἐπιβήσεο Il.8.105
, al.; laterἐπεβήσατο A.R.3.869
, [dialect] Dor.- βάσατο Call.Lav.Pall.65
).A. in these tenses, intr., go upon:I. c. gen., set foot on, tread, walk upon, γαίης, ἠπείρου, Od.9.83, h.Cer. 127; πόληος, πατρίδος αἴης, Τροίης, Il.16.396, Od.4.521, 14.229; ἀδύτων (lyr.); ἐ. τῶν οὔρων set foot on the confines, Hdt.4.125, cf. Th.1.103, Pl.Lg. 778e;τῆς Λακωνικῆς ἐπὶ πολέμῳ X. HG7.4.6
; πυρῆς ἐπιβάντ' ἀλεγεινῆς, of a corpse, placed upon.., Il.4.99;πλατείᾳ τῇ ῥινὶ ἐ. τοῦ χείλους Philostr.Im.2.18
; alsoἐ. ἐπί τινος Hdt.2.107
.2. get upon, mount on,πύργων Il.8.165
; νεῶν ib. 512;ἵππων 5.328
, 10.513;δίφρου 23.379
;εὐνῆς 9.133
;τοῦ τείχεος Hdt.9.70
; λέκτρων ἐ. A.Supp.39; alsoἐ. ἐπὶ νεός Hdt.8.118
: freq. in Hom., in [tense] aor. [voice] Med.,ἐπεβήσετ' ἀπήνης Od.6.78
, al.b. Archit., to be superposed,τὰ ἐπιβαίνοντα πάντα ἐπὶ τοὺς κρατευτάς IG7.3073.104
, cf. 111 (Lebad.).3. of Time, arrive at,τετταράκοντα ἐ. ἐτῶν Pl.Lg. 666b
; δεκάτω (sc. ἔτεος) ἐ. Theoc.26.29;δωδεκάτου ἐπιβάς IG 14.1728
;τῆς μειρακίων ἡλικίας Hdn.1.3.1
.4. metaph., ἀναιδείης ἐπέβησαν have trodden the path of shamelessness, Od.22.424; ἐϋφροσύνης ἐπιβῆτον enter into joy, 23.52; τέχνης ἐπιβήσομαι,-βήμεναι, h.Merc. 166, 465; ὁσίης ib. 173; (lyr.); ἐ. δόξης entertain an expectation, Id.Ph. 1463 (anap.); ἐ. σοφίας undertake it, Pl.Epin. 981a;λόγου Luc.Astr.8
; ἐ. τῆς ἀφορμῆς, τῆς προφάσεως, seize upon it, App.Syr.2, Sam.11, etc.; preside over, τῆς ἀνθρωπίνηςψυχῆς Iamb.Myst.9.8
, al.II. c. dat., get upon, board,ναυσί Th.7.70
; land on,ἐ. τῇ Σικελίᾳ D.S.16.66
: metaph.,ἐ. ἀνορέαις Pi.N.3.20
; also, make forcible entry into, τινός οἰκίαις, γῇ, PHamb.10.6 (ii A.D.), PAmh.2.142.7 (iv A.D.).b. with a Prep., ἐπὶ πύργῳ ἄλλος πύργοςἐπιβέβηκε Hdt.1.181
.2. c. dat. pers., set upon, assault,τινί X.Cyr. 5.2.26
, Plu.Cim.15, etc.; simply, approach, dub. in Pi.Fr.88.2.3. trample on,λὰξ ἐπίβα δήμῳ Thgn.847
.III. c. acc.loci, light upon, in Hom. twice of gods lighting upon earth after their descent from Olympus, Πιερίην ἐπιβᾶσα, ἐπιβάς, Il.14.226, Od.5.50; so πολλῶν ἐ. καιρόν light on the fit time, Pi.N.1.18; then simply, go on to a place, enter it,γῆν καὶ ἔθνος Hdt.7.50
; (anap.): with Prep., ἐ. ἐπὶ χώραν Decr.Amphict. ap. D.18.154;εἰς Βοιωτίαν D.S.14
. 84.2. rarely c. acc. pers., attack, only poet., S.Aj. 138 (anap.): metaph., of passion or suffering, Id.El. 492 (lyr.), Ph. 194 (anap.).3. mount,νῶθ' ἵππων ἐπιβάντες Hes.Sc. 286
: more freq. with Prep., ἐπὶτὸν ἵππον Hdt.4.22
;ἐπὶνέα Id.8.120
, cf. Th.1.111; but ἐ. ἐπὶ τὸ θῆλυ, of made quadrupeds, cover a female, Arist.HA 539b26; so abs., ib. 574a20, al.: c. dat., Luc.Asin.27: c. gen., Horap.1.46, 2.78.4. ἐ. ἐπὶ τὸ σκέλος use, put one's weight on, a broken leg, Hp. Fract. 18.5. with acc. of the Instr. of Motion (cf.βαίνω A.11.4
), ἐπιβῆναι τῷἀριστερῷ ἐκείνης τὸν ἐμὸν δεξιόν Luc.DMeretr.4.5
, cf. Tox.48.IV. abs., get a footing, stand on one's feet, Il.5.666, Od.12.434; μἠπιβῆν it is forbidden to set foot here, IG12(3).1381 ([place name] Thera).2. step onwards, advance,Τρώων δὲ πόλις ἐπὶ πᾶσα βέβηκε Il.16.69
, cf. Hes. Op. 679, f.l. in Pi.N.10.43;ἐπίβαινε πόρσω S.OC 179
(s.v.l., lyr.): me taph., advance in one's demands, Plb.1.68.8.3. mount on a chariot or on horseback, be mounted, Hdt.3.84; go or be on board ship, Il.15.387, S.Aj. 358 (lyr.), Hdt.8.90, Th.2.90, etc.B. Causal in [tense] fut.- βήσω Luc. DMort.6.4
, [dialect] Ep. inf.- βησέμεν Il.8.197
, Hes.Th. 396, but usu. in [tense] aor. 1 [voice] Act. (ἐπιβιβάζω, ἐπιβάσκω serve as [tense] pres.):— make one mount, set him upon,ὅν ῥα τόθ' ἵππων.. ἐπέβησε Il.8.129
; ; ὥς κ' ἐμὲ.. ἐμῆςἐπιβήσετε πάτρης Od.7.223
;ἐ. τινὰς σκάφεσιν J.BJ4.7.6
; πλοίων ib. 11.5, cf. Luc.l.c.;ὁπλίτας ὁλκάσιν App.BC5.92
; τινὰς ἐπὶ τὰς ναῦς ib.2.59 : also in [tense] aor. 1 [voice] Med.,νιν ἑῶ ἐπεβάσατο δίφρω Call.Lav.Pall. 65
.b. of things, νευρὰν ἐπέβασε κορώνας set the string on his bow's tip, B.5.73.2. metaph. (cf.A.1.4), ἐϋκλεΐης ἐπίβησον bring to great glory, Il.8.285;τιμῆς καὶ γεράων Hes. Th. 396
; χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν they bring him to sobriety, Od.23.13; λιγυρῆςἐπέβησαν ἀοιδῆς Hes.Op. 659
; δουλοσύνας (prob.) E.Hyps.Fr.41(64).86; εἴ σε τύχη.. ἡλικίας ἐπέβησεν had brought thee to full age, IG2.2263.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβαίνω
См. также в других словарях:
ἐπέβασε — ἐπέβᾱσε , ἐπιβαίνω go upon aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… … Dictionary of Greek