-
1 επαχθομαι
См. также в других словарях:
επάχθομαι — ἐπάχθομαι (Α) στενοχωριέμαι, λυπάμαι για κάτι («ἥδομαι τοῑσδ οὔτ ἐπάχθομαι κακοῑς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθομαι «δυσανασχετώ»] … Dictionary of Greek
ἐπάχθομαι — to be annoyed at . . pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάχθεται — ἐπάχθομαι to be annoyed at . . pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθόμεθα — ἐπᾱχθόμεθα , ἐπάχθομαι to be annoyed at . . imperf ind mp 1st pl (doric aeolic) ἐπάχθομαι to be annoyed at . . pres ind mp 1st pl ἐπάχθομαι to be annoyed at . . imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχθομαι — ἄχθομαι (Α) 1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω 3. αγανακτώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε… … Dictionary of Greek
ἐξεπάχθεσθαι — ἐκ ἐπάχθομαι to be annoyed at . . pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)