Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπάχθομαι

См. также в других словарях:

  • επάχθομαι — ἐπάχθομαι (Α) στενοχωριέμαι, λυπάμαι για κάτι («ἥδομαι τοῑσδ οὔτ ἐπάχθομαι κακοῑς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθομαι «δυσανασχετώ»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπάχθομαι — to be annoyed at . . pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάχθεται — ἐπάχθομαι to be annoyed at . . pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθόμεθα — ἐπᾱχθόμεθα , ἐπάχθομαι to be annoyed at . . imperf ind mp 1st pl (doric aeolic) ἐπάχθομαι to be annoyed at . . pres ind mp 1st pl ἐπάχθομαι to be annoyed at . . imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άχθομαι — ἄχθομαι (Α) 1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω 3. αγανακτώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε… …   Dictionary of Greek

  • ἐξεπάχθεσθαι — ἐκ ἐπάχθομαι to be annoyed at . . pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»