-
1 εποδια
-
2 επόδια
-
3 ἐπόδια
-
4 ἐπόδια
-
5 ἐφόδιον
A supplies for travelling, money and provisions, esp. of an army, ἐπόδια δοῦναι, λαβεῖν, Hdt.4.203, 6.70; ; of an ambassador's travelling-allowance,ἐφόδι' οὐκ ἔχω Ar.Ach.53
, cf. Men.Pk. 160;ἐφόδι' ἀναλίσκειν D.19.311
, cf. BCH6.25 (Delos, ii B. C.): sg. in PSI 4.363.17 (iii B. C.): generally, ways and means, maintenance,ἐφόδια τῷ γήρᾳ ἱκανά D.49.67
, cf. Ar.Pl. 1024;τὰ τῆς φυγῆς ἐ. Aeschin.1.172
, Plu.Arat.6; τὰ ἐ. τοῦ πολέμου the sinews of war, Arist.Rh. 1411a12;ἐφόδια τοῖς ἵπποις And.4.30
; of public money, ; in phys. sense, τὰ ἐν σώματι ὑπάρχοντα ἐ. Arist.Pr. 871b24.2 less freq. in sg.,εὐσεβὴς βίος μέγιστον ἐ. Epich. [261]
;ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντας ἐ. Th.2.70
;οὐκ ἔχων.. εἰ μὴ παῖδα καὶ ὅσον ἐ. X.An.7.3.20
; , cf. SIG390.58 (iii B. C.): metaph.,εἰς τὴν εὔνοιαν Hyp. Epit.27
;ἡ χηστότης.. θαυμαστὸν ἐ. βίῳ Men.472
, cf. 360, 792;πρὸς εὔνοιαν Phld.Lib.p.180
.;τὴν Ἰλιάδα τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς ἐ. νομίζων Plu.Alex.8
;τὴν σωφροσύνην ἐ. εἰς τὸ γῆρας ἀποτίθεσθαι Id.2.8c
;ἐ. παιδείας ὁ πλοῦτος Artem.4.67
.3 metaph., = ἀφορμή, D.34.35, Hyp.Eux.19;εἰς τὸ ἐπιβουλεύειν Sor.1.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφόδιον
-
6 ἐφ-όδιος
ἐφ-όδιος, ion. ἐπόδιος, auf den Weg, zur Reise nöthig, τὸ ἐφόδιον, Reisevorrath, Reisegeld, bes. im plur., ἐπόδιά σφι δοῠναι Her. 4, 203, wie Lys. 12, 11 u. Plat. Ep. VII, 350 b; ἐφόδι' οὐκ ἔχω Ar. Ach. 53; καὶ ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντες ἐφόδιον Thuc. 2, 70; ἐφοδίων ἀπορεῖν Lys. 16, 14; ἐφόδια τοῖς ἵπποις Andoc. 4, 30; τὰ τῆς φυγῆς ἐφόδια Aesch. 1, 172; Unterhaltungskosten eines Heeres im Kriege, δι' ἀπορίαν ἐφοδίων τοῖς στρατευομένοις Dem. 3, 20; vgl. Thuc. 6, 31; τὰ ἐφόδια τοῦ πολέμου Arist. rhet. 3, 10; übh. Beförderungs-, Hülfsmittel wozu, τὴν Ἰλιάδα τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς ἐφόδιον ὀνομάζει Plut. Alex. 8; εἰς ἀνδρείαν Hdn. 2, 10, 11; Luc. u. a. Sp.
См. также в других словарях:
ἐπόδια — ἐφόδιον supplies for travelling neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφόδιο — το (ΑΜ ἐφόδιον, Α συν. στον πληθ. ἐφόδια, τὰ και ιων. τύπος ἐπόδια) 1. τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την οδοιπορία ή το ταξίδι 2. γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για κάτι και ειδικώς τα απαραίτητα πολεμοφόδια, καθετί που χρειάζεται για τη… … Dictionary of Greek