-
1 επωνυμια
ἥ1) название, наименование, прозвище, имяἐπωνυμίαν θέσθαι Aeschin., Arst. — дать наименование;
ἔχειν ἐπωνυμίαν ἀπό или ἐπί τινος, тж. καλεῖσθαι ἐπωνυμίην ἐπί τινος или κατὰ ἐπωνυμίαν τινὸς κεκλῆσθαι Her. — быть прозванным по чему-л.;ἐπωνυμίαν ἔχειν σμικρὸς εἶναι Plat. — называться маленьким;ἐπωνυμίην Her. — по имени;Ἡρακλῆς Ὀλύμπιος ἐπωνυμίην Her. — Геракл, по прозвищу Олимпийский2) носитель имениτοῦ κάλλους ἐ. Plat. — то, что носит имя красоты
-
2 επωνυμία
η, επωνύμιον τό1) прозвище, кличка; 2) название, наименование организации -
3 επωνυμία
[эпонимиа] ουσ θ прозвище, название. -
4 επωνυμιον
-
5 επωνυμον
-
6 επικαλυπτω
1) покрывать, закрывать(ἐπικαλύπτει τὰ ἴχνη, sc. ἥ χιών Xen.; τῷ δέρματί τι Arst.)
2) опускать (в виде завесы)(βλέφαρα ἐπικεκαλυμμένα Arst.)
βλεφάρων σκοτεινὸν φάος ἐπικαλύψαι (v. l. ἐγκαλύψαι) Eur. — затуманить свет очей, т.е. притупить зрение3) скрывать, прятать(κακὸν δ΄ ἐπὴ κῶμα καλύπτει Hes.; τέν ἀπορίαν Plat.)
ἐ. τὰς οἰμωγάς τινος Luc. — заглушать чьи-л. рыдания4) туманить, затемнять(ἐπικαλύπτεται ὅ νοῦς πάθει Arst.)
ἥ τοῦ ὀνόματος ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Plat. — данное (Атрею) имя неясно
См. также в других словарях:
ἐπωνυμία — ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνύμιος called after fem nom/voc/acc dual ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνύμιος called after fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνυμία derived fem nom/voc/acc dual ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνυμία derived fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωνυμίᾳ — ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνύμιος called after fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίαι , ἐπωνυμία derived fem nom/voc pl ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνυμία derived fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωνυμία — επωνυμία, η και επωνύμιο, το 1. πρόσθετη ονομασία προσώπων ή πραγμάτων: Παναγία Λαοδηγήτρια. 2. διακριτικό όνομα σωματείου ή άλλου νομικού προσώπου, επονομασία, τίτλος, φίρμα: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. 3. το παρατσούκλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επωνυμία — η (AM ἐπωνυμία Α και ἐπωνυμίη) 1. πρόσθετη ονομασία που δίνεται με σχηματισμό «παραγώγου» ή για να δηλώσει κάτι (α. «η επωνυμία τού σωματείου» β. «αλλαγή επωνυμίας τών τραπεζών» γ. «αὐτός λοιπὸν ἐκόσμησεν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος / τὴν πόλιν τὴν… … Dictionary of Greek
ἐπωνυμίας — ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνύμιος called after fem acc pl ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνύμιος called after fem gen sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνυμία derived fem acc pl ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνυμία derived fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωνυμίαι — ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνύμιος called after fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμία derived fem nom/voc pl ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνυμία derived fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωνυμίαν — ἐπωνυμίᾱν , ἐπωνύμιος called after fem acc sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίᾱν , ἐπωνυμία derived fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορία — Επωνυμία της Αθηνάς και της Άρτεμης. Σύμφωνα με την παράδοση, η επωνυμία αυτή οφείλεται σε κάποιον Προίτο, τον οποίο βοήθησε η Άρτεμη να βρει τις κόρες του που είχαν φύγει και τις συνέτισε η Αθηνά. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ο Προίτος έχτισε ναούς… … Dictionary of Greek
Αισώνιος — Επωνυμία του Ιάσονα, που σημαίνει γιος του Αίσωνα. Η λέξη αναφέρεται σε έμμετρη επιγραφή που βρέθηκε στη Θεσσαλία και φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Λάρισας. Από την επιγραφή πληροφορούμαστε ότι ο Ιάσονας λατρευόταν στην περιοχή μαζί με… … Dictionary of Greek
ιερονίκης — Επωνυμία που έδιναν στον αθλητή που είχε νικήσει σε έναν από τους τέσσερις ιερούς αθλητικούς αγώνες της αρχαιότητας: τα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα. Αργότερα ο τίτλος δινόταν σε όσους νικούσαν στους γυμνικούς και στους μουσικούς… … Dictionary of Greek
πηνίτις — Επωνυμία της θεάς Αθηνάς στην αρχαιότητα, με την οποία λατρευόταν για την επίδοσή της στις τέχνες. Προέρχεται από τη λέξη «πηνίον» (= αδράχτι) και σημαίνει την υφάντρια. * * * και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, άτιδος, ἡ, Α (ως επίθ. τής Αθηνάς) η… … Dictionary of Greek