-
1 επικαλυπτω
1) покрывать, закрывать(ἐπικαλύπτει τὰ ἴχνη, sc. ἥ χιών Xen.; τῷ δέρματί τι Arst.)
2) опускать (в виде завесы)(βλέφαρα ἐπικεκαλυμμένα Arst.)
βλεφάρων σκοτεινὸν φάος ἐπικαλύψαι (v. l. ἐγκαλύψαι) Eur. — затуманить свет очей, т.е. притупить зрение3) скрывать, прятать(κακὸν δ΄ ἐπὴ κῶμα καλύπτει Hes.; τέν ἀπορίαν Plat.)
ἐ. τὰς οἰμωγάς τινος Luc. — заглушать чьи-л. рыдания4) туманить, затемнять(ἐπικαλύπτεται ὅ νοῦς πάθει Arst.)
ἥ τοῦ ὀνόματος ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Plat. — данное (Атрею) имя неясно -
2 ἐπικαλύπτω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπικαλύπτω
-
3 επικαλύπτω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επικαλύπτω
-
4 επικαλύπτω
(αόρ. επεκάλυψα) μετ.1) покрывать; прикрывать (сверху); 2) обивать, обшивать, облицовывать -
5 ἐπικαλύπτω
покрывать, закрывать; LXX: (כּסה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπικαλύπτω
-
6 1943
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1943
См. также в других словарях:
επικαλύπτω — (AM ἐπικαλύπτω) σκεπάζω από πάνω, τοποθετώ ως κάλυμμα νεοελλ. καλύπτω μια επιφάνεια με άλλη ύλη, επενδύω αρχ. 1. γεν. σκεπάζω, αποκρύπτω («ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται», Πλάτ.) 2. επισκοτίζω … Dictionary of Greek
επικαλύπτω — επικάλυψα, επικαλύφτηκα, επικαλυμμένος, μτβ. 1. καλύπτω κάτι από πάνω, σκεπάζω. 2. καλύπτω επιφάνεια με άλλη ύλη, επιστρώνω, επενδύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικαλύπτετε — ἐπικαλύπτω cover over pres imperat act 2nd pl ἐπικαλύπτω cover over pres ind act 2nd pl ἐπικαλύπτω cover over imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύπτῃ — ἐπικαλύπτω cover over pres subj mp 2nd sg ἐπικαλύπτω cover over pres ind mp 2nd sg ἐπικαλύπτω cover over pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύψει — ἐπικαλύπτω cover over aor subj act 3rd sg (epic) ἐπικαλύπτω cover over fut ind mid 2nd sg ἐπικαλύπτω cover over fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύψουσι — ἐπικαλύπτω cover over aor subj act 3rd pl (epic) ἐπικαλύπτω cover over fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπικαλύπτω cover over fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύψουσιν — ἐπικαλύπτω cover over aor subj act 3rd pl (epic) ἐπικαλύπτω cover over fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπικαλύπτω cover over fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύψω — ἐπικαλύπτω cover over aor subj act 1st sg ἐπικαλύπτω cover over fut ind act 1st sg ἐπικαλύπτω cover over aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαλύψῃ — ἐπικαλύπτω cover over aor subj mid 2nd sg ἐπικαλύπτω cover over aor subj act 3rd sg ἐπικαλύπτω cover over fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεκαλυμμένα — ἐπικαλύπτω cover over perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπικεκαλυμμένᾱ , ἐπικαλύπτω cover over perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐπικεκαλυμμένᾱ , ἐπικαλύπτω cover over perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκάλυπτον — ἐπικαλύπτω cover over imperf ind act 3rd pl ἐπικαλύπτω cover over imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)