-
1 επωλενιος
2прислоненный к локтю -
2 ἐπωλένιος
ἐπωλένιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπωλένιος
-
3 ἐπωλένιος
ἐπ-ωλένιος, auf, in den Armen -
4 επωλένιον
-
5 ἐπωλένιον
-
6 ὑπ-ωλένιος
ὑπ-ωλένιος, unter dem Ellenbogen, darunter liegend; φαρέτρα Theocr. 17, 30; H. h. Merc. 509 v. l. für ἐπωλένιος.
См. также в других словарях:
επωλένιος — ἐπωλένιος, ον (Α) [ωλένη] 1. αυτός που φέρεται, κρατιέται στην αγκαλιά κάποιου («ἐπωλένιον φορέουσα Πηλεΐδην Ἀχιλλῆα», Απολλ. Ρόδ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «ἐπωλένιον κιθαρίζειν» κρατώντας την κιθάρα) … Dictionary of Greek
ἐπωλένιον — ἐπωλένιος upon the arm masc/fem acc sg ἐπωλένιος upon the arm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)