-
1 ἐποχλεύς
ἐπ-οχλεύς, ὁ, der Hemmschuh am Wagen -
2 τροχο-πέδη
τροχο-πέδη, ἡ, Radhemme, Hemmschuh an den Rädern, sonst ἐποχλεύς, Herod. Attic. bei Ath. III, 99 c.
-
3 ὀχλεύς
-
4 ἐπ-οχεύς
См. также в других словарях:
εποχλεύς — ἐποχλεύς, ὁ (Μ) ο εποχέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για λανθασμένο τ. του επ οχεύς (< επέχω)] … Dictionary of Greek
ἐποχλεύς — brake masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποχλεύω — [εποχλεύς] συγκρατώ άμαξα με τον εποχλέα … Dictionary of Greek
ἐποχλέα — ἐποχλέᾱ , ἐποχλεύς brake masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)