-
1 εποχλεύς
См. также в других словарях:
εποχλεύς — ἐποχλεύς, ὁ (Μ) ο εποχέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για λανθασμένο τ. του επ οχεύς (< επέχω)] … Dictionary of Greek
ἐποχλεύς — brake masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποχλεύω — [εποχλεύς] συγκρατώ άμαξα με τον εποχλέα … Dictionary of Greek
ἐποχλέα — ἐποχλέᾱ , ἐποχλεύς brake masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)