-
1 συστημα
- ατος τό1) сочетание, образование, организм(τὸ ζῷον καὴ τὸ σ. Arst.)
ἀριθμοῦ σ. Plat. — числовое сочетание2) сочинение, произведение(ἐποποιϊκόν Arst.)
3) устройство, организация(δημοκρατίας Polyb.)
4) объединение, федерация, союз(Ἀχαιῶν Polyb.)
5) стадо(ζῴων Polyb.)
6) воинская часть, отряд(μισθοφόρων Polyb.)
7) строй(τῆς φάλαγγος Polyb.)
8) руководящий орган, коллегия Polyb.9) (в Риме, лат. senatus) сенат Plut.10) муз. созвучие Plat.11) стих. система ( строфа из определенного количества стихов определенных размеров)12) философское учение, система Sext. -
2 σύστημα
σύστημαwhole compounded of several parts: neut nom /voc /acc sg -
3 σύστημα
τό1) е разн. знач система;τό ηλιακό (νευρικό) σύστημα — солнечная (нервная) система;
φιλοσοφικό σύστημα — философская система;
τό παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα — мировая система социализма;
τό εκλογικό σύστημα — избирательная система;
σύστημα διδασκαλίας — метод преподавания;
ραδιόφωνο νέου σύστήματος — радиоприёмник новой системы или новая модель радиоприёмника;
περιοδικό σύστημα των στοιχείων хим. — периодическая система элементов;
2) система, обычай, привычка;έχει σύστημα στη δουλειά — он работает методично;
έχει κακά σύστήματα — у него дурные привычки;
§ εκ ( — или από) σύστήματος — или κατά σύστημα — систематически, постоянно, всегда;
είναι από σύστήματος επιφυλακτικός — он всегда осторожен
-
4 σύστημα
σύ-στημα, τό, ein aus mehrern Teilen, Gliedern, Personen bestehendes, zusammengesetztes Ganzes; Menge, Schar, Herde, Versammlung. Bes. (a) eine Schar Soldaten, gew. von einer bestimmten Anzahl; τὸ τῆς φάλαγγος σύστημα, die Aufstellung eines Heeres in Gestalt einer Phalanx; (b) die in einem Staate Zusammenlebenden, auch die Verfassung des Staates selbst; auch ein Staatenverein od. Bundesstaat; (c) ein Collegium von obrigkeitlichen Personen, bes. Priestern; (d) bes. Lehrgebäude einer Kunst od. Wissenschaft, das aus mehrern Lehrsätzen zusammengesetzt ist, System. In der Metrik die Verbindung mehrerer Verse zu einem Ganzen; Anhäufung des Blutes od. der Säfte -
5 σύστημα
[систима] ουσ ο система, метод, принцип, система, строй, устройство. -
6 σύστημα
A whole compounded of several parts or members, system, Pl.Epin. 991e, Arist.GA 740a20; of the composite whole of soul and body, Epicur.Ep.1p.21U.;τὸ ὅλον σ. τοῦ σώματος D.H. Rh.10.6
.b in literary sense, composition, ἐποποιικὸν σ. [ πραγμάτων] Arist.Po. 1456a11; λυρικὰ ς. SIG660.3 (Delph., ii B.C.);τέχνη ἐστὶ σ. ἐκ καταλήψεων συγγεγυμνασμένων Zeno Stoic.1.21
, cf. Arr.Epict.1.20.5; of the syllogism, S.E.P.2.173.2 organized government, constitution, Pl.Lg. 686b, Arist.EN 1168b32;σ. δημοκρατίας Plb.2.38.6
, cf. 6.10.14; τὸ ἐκ θεῶν καὶ σοφῶν ς. Diog.Bab.Stoic.3.241; confederacy,σ. τῶν Ἀχαιῶν Plb.2.41.15
, cf. 9.28.2; τὸ Ἀμφικτιονικὸν ς. SIG 761 A 16 (Delph., i B.C.), Delph.3(1).480.16; band of partisans, J.AJ20.9.4; σ. τοῦ γένους ἡμῶν, of a Jewish community, Id.Ap.1.7:—it seems to have meant also a company or guild, CIG2508 (Cos, [dialect] Dor. [full] σύστα-μα), 2562 ([place name] Hierapytna), 2699 ([place name] Mylasa); or a committee, τῆς γερουσίας ib.2930 ([place name] Tralles).3 body of soldiers, corps, usu. of a definite number, like τάγμα, σύνταγμα, σ. μισθοφόρων, ἱππέων, etc., Plb.1.81.11, 30.25.8, etc.; but τὸ τῆς φάλαγγος ς. the phalanx itself, Id.5.53.3.4 generally,flock, herd, Plb.12.4.10;τὰ βασιλικὰ σ. τῶν ἱπποτροφιῶν Id.10.27.2
.5 college of priests or magistrates, Id.21.13.11, Str.17.1.29, etc.; of the Roman Senate, Plu. Rom.13, cf. Lib.Or.11.146.6 in Music, system of intervals, scale, Pl.Phlb. 17d; σ. ἐναρμόνια, ὀκτάχορδα, Aristox.Harm.p.2 M., cf. Ph.1.10, Plu.2.1142f, Cleonid.Harm.1.7 in Metre, metrical system, as in Anapaestics, Heph. Poë.3.8 Medic., accumulation of sediment, Hp.Epid.7.83; τὰ τῶν ὑδάτων ς. LXX Ge.1.10 (v.l. συστέματα), cf. Ezek.Exag. 134, Sotion p.183 W.9 Medic., the pulse-beats taken collectively, Gal.9.279.10 machine, apparatus, Apollod.Poliorc.138.13.--The word first occurs in Hp. and Pl., but is chiefly used in later Prose.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστημα
-
7 σύστημα
1) appareil2) méthode3) ordre -
8 σύστημα
1) metoda (f) rzecz.2) układ (m) rzecz. -
9 σύστημα
1) řád2) zařízení -
10 σύστημα
systemΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σύστημα
-
11 σύστημα,-ατοςτό N 3 1-1-0-0-2=4[/*] Gn 1,10; 2 Sm 23,15; 2 Mc 15,12; 3 Mc 7,3
Cf. ALEXANDRE 1988, 188; DREW-BEAR 1972, 222-223; HARL 1986a, 90; WEVERS 1993, 6Lust (λαγνεία) > σύστημα,-ατοςτό N 3 1-1-0-0-2=4[/*] Gn 1,10; 2 Sm 23,15; 2 Mc 15,12; 3 Mc 7,3
-
12 ανοσοποιητικό σύστημα
τοImmunsystem n -
13 αστρικό σύστημα
τοSternsystem n -
14 Ο καθένας με το σύστημά του
• У каждой стряпки свои порядки• Всяк молодец на свой образец• Всяк портной на свой покрой• Каждый на свой лад• У всякой Машки свои замашки• У каждой лекарки свои припаркиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο καθένας με το σύστημά του
-
15 σύστημ'
σύστημα, σύστημαwhole compounded of several parts: neut nom /voc /acc sg -
16 συστημάτων
σύστημαwhole compounded of several parts: neut gen pl -
17 συστήμασι
σύστημαwhole compounded of several parts: neut dat pl -
18 συστήμασιν
σύστημαwhole compounded of several parts: neut dat pl -
19 συστήματα
σύστημαwhole compounded of several parts: neut nom /voc /acc pl -
20 συστήματι
σύστημαwhole compounded of several parts: neut dat sg
См. также в других словарях:
σύστημα — whole compounded of several parts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων … Dictionary of Greek
σύστημα — το, ατος 1. σύνολο πραγμάτων με κανονική διάταξη σε στενή σχέση μεταξύ τους: Κλονίστηκε το νευρικό του σύστημα. – Το σύστημα τροφοδοσίας της μηχανής δε λειτουργεί καλά. 2. σύνολο αρχών ή ιδεών: Μελέτησε τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα. 3. τρόπος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την … Dictionary of Greek
γραμμικό σύστημα — Πλήθος γραμμικών εξισώσεων που έχουν τους ίδιους αγνώστους (σε μία γραμμική εξίσωση οι άγνωστοι είναι πρώτου βαθμού και δεν υπάρχουν όροι που να περιέχουν γινόμενα των αγνώστων). Για παράδειγμα, μία γραμμική εξίσωση με έναν άγνωστο έχει τη μορφή… … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek
Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα — (Federal Reserve System). Τραπεζικός θεσμός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που δεν έχει το ακριβές όμοιό του σε καμιά άλλη χώρα, αλλά οι λειτουργίες του αντιστοιχούν στις λειτουργίες κεντρικής τράπεζας. Αντίθετα προς τα ευρωπαϊκά τραπεζικά… … Dictionary of Greek
παλαιογενές σύστημα — Το πρώτο σύστημα του καινοζωικού αιώνα, που αντιστοιχεί στην πρώτη περίοδο της γεωλογικής ιστορίας της Γης κατά τον αιώνα αυτόν. Το π.σ. ακολουθεί το κρητιδικό και προηγείται του νεογενούς συστήματος. Ο όρος π.σ. καθιερώθηκε ύστερα από πρόταση… … Dictionary of Greek
ρομβικό σύστημα — Μια από τις υποδιαιρέσεις της κρυσταλλογραφικής κατάταξης. Οι κρύσταλλοι των ορυκτών που ανήκουν στο σύστημα αυτό χαρακτηρίζονται από 3 άξονες κάθετους μεταξύ τους αλλά άνισους, έτσι ώστε η ανάπτυξη των εδρών του κρυστάλλου να είναι διαφορετική… … Dictionary of Greek
κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… … Dictionary of Greek