-
1 επλέχθην
φλέγωburn: aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)φλέγωburn: aor ind pass 1st sgπλέκωplait: aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)πλέκωplait: aor ind pass 1st sg -
2 ἐπλέχθην
φλέγωburn: aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)φλέγωburn: aor ind pass 1st sgπλέκωplait: aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)πλέκωplait: aor ind pass 1st sg -
3 πλέκω
πλέκω, aor. p. ἐπλέχϑην, häufiger ἐπλάκην, oder ἐπλέκην, flechten, drehen; bes. vom Flechten der Haare. Körbe, Seile u. dgl.; χαίτας πεξαμένη χερσὶ πλοκάμους ἔπλεξε, Il. 14, 176; πεῖσμα πλεξάμενος, Od. 10, 168; στέφανον, Pind. I. 7, 66; u. vom künstlichen Gesange, αἰχματαῖσι πλέκων ὕμνον, Ol. 6, 86, wie ῥήματα πλέκων N. 4, 94, μελέων ᾠδάς Critias bei Ath. XIII, 600 c; sp. D., μέλος, ὕμνον, Nonn. D. 1, 502. 2, 83; – auch = Listen, Ränke schmieden, ἦ δόλον τιν' ὦ ξέν' ἀμφί μοι πλέκεις, Aesch. Ch. 218, μηχανάς, frg. 309; aber περὶ βρέτει πλεχϑεὶς ϑεᾶς ἀμβρότου ist = umschlingen, Eum. 249; ποίας μηχανὰς πλέκουσι, Eur. Andr. 66; λόγους, Rhes. 834; μηχανὴ πεπλεγμένη, Andr. 996. – Eben so in Prosa: in eigentlichen Sinne, κράνεα πεπλεγμένα, Her. 7, 72, vom Drehen der Seile, Taue, 7, 85; τὸ πλεχϑέν, Plat. Polit. 283 a; βρόχον πεπλεγμένον σπάρτου, Xen. Cyn. 9, 13; σφενδόνας, An. 3, 3, 16; übertr., ἀεὶ σύ τινας τοιούτους πλέκεις λόγους, Plat. Hipp. min. 369 b; μηχανάς, Conv. 203 d; auch τὴν αὐτὴν ταύτην ἀπορίαν ἐν αὐτοῖς τοῖς εἴδεσι παντοδαπῶς πλεκομένην, Parm. 129 e; Sp., wie Theophr., Plut.; die auch sagen χηναλώπηξ πέπλεκταί οἱ τὸ ὄνομα, Ael. H. A. 5, 30, von dem zusammengesetzten Namen.
-
4 πλεκω
(fut. πλέξω, aor. ἔπλεξα; pass.: fut. πλεχθήσομαι, aor. 1 ἐπλέχθην, aor. 2 ἐπλάκην с ᾰ и ἐπλέκην, pf. πέπλεγμαι)1) плести, сплетать(πλοκάμους Hom.; στέφανον Pind., NT.; κράνεα πεπλαγμένα Her.)
2) вить, крутить(πεῖσμα Hom.; κάλον Her.)
3) обвивать4) затевать, выдумывать, строить, подстраивать(δόλον ἀμφί τινι Aesch.; μηχανάς Eur.)
5) составлять, слагать, сочинять(λόγους Plat.; ὕμνον Pind.)
6) усложнять, запутыватьπολλοὴ δὲ πλέξαντες εὖ λύουσι κακῶς Arst. — многие (драматурги), хорошо составив завязку, плохо (ее) развязывают -
5 πλέκω
Aπλέξω AP5.146
(Mel.): [tense] aor.ἔπλεξα Il.14.176
, etc.: [tense] pf. πέπλοχα ([dialect] Att. acc. to Hdn.Gr.2.356), ([etym.] δια-) Hp.Oss.16, ([etym.] ἐμ-) ibid., but ἐμ-πέπλεχε ib.17:—[voice] Med., [tense] fut.πλέξομαι Perict.
ap. Stob.4.28.19: [tense] aor.ἐπλεξάμην Od.10.168
, Ar.Lys. 790:—[voice] Pass., [tense] fut. πλεχθήσομαι ([etym.] ἐμ-) A.Pr. 1079 (anap.); πλᾰκήσομαι ([etym.] ἐπι-) Gal.6.873: [tense] aor. (lyr.), Pl.Plt. 283a, ([etym.] περι-) Od.23.33; but also [tense] aor. 2 ἐπλάκην [ᾰ], part. πλᾰκείς ([etym.] ἐμ-) E.Hipp. 1236, ([etym.] συμ-) S.Fr. 618; also part.κατα-πλεκείς Hsch.
, v.l. in Plb.3.73.1,περι-πλεκείς Tim.Pers. 157
,συμπλεκείς Hdt.8.84
(v.l. -πλακ-): [tense] pf.πέπλεγμαι Id.7.72
, etc.:—plait, twine,πλοκάμους ἔπλεξε φαεινούς Il.14.176
;στέφανον Pi.I.8(7).73
, cf. Ar.Th. 458;ἐκ τῆς βίβλου ἱστία Thphr.HP4.8.4
;ἀνθερίκεσσι ἀκριδοθήραν Theoc.1.52
:—[voice] Med., πεῖσμα.. πλεξάμενος having twisted me a rope, Od.10.168, cf. Hdt.2.28;π. ἄρκυς Ar.Lys. 790
(lyr.):—[voice] Pass., of basket-work,Hdt.
7.72; χρέωνται σειρῇσι πεπλεγμένῃσι ἐξ ἱμάντων ib.85;βρόχος πεπλ. σπάρτου X.Cyn.9.13
.II metaph., devise, contrive, mostly of tortuous means,π. δόλον ἀμφί τινι A.Ch. 220
: prov., ; so ; ἐκ τέχνης τέχνην ib. 1280;παντοίας παλάμας Ar.V. 644
(lyr.):—[voice] Pass.,μηχανὴ πεπλεγμένη E.Andr. 995
.2 of Poets, π. ὕμνον, ῥήματα, Pi.O.6.86, N.4.94; D.;π. λόγους E.Rh. 834
, Pl.Hp.Mi. 369b; form the plot of a tragedy, opp. λύειν, Arist.Po. 1456a9:—hence in [voice] Pass., μῦθοι πεπλεγμένοι complex, opp. ἁπλοῖ, ib. 1452a12, cf. b32, 1459b9;συλλογισμὸς πεπλ. Arr.Epict.1.29.34
;πέπλεκται [ἡ τῶν συμπάντων τῶν ὄντων νομοθεσία] ἐκ.. λόγων τε καὶ αἰτίων κτλ. Plot.4.3.15
.4 compound,ἐκ λευκοῦ καὶ μέλανος AP12.165
(Mel.):—[voice] Pass., of words or syllables, to be compounded, Pl.Tht. 202b, Ael.NA5.30.5 [voice] Pass., twine oneself round,περὶ βρέτει πλεχθεὶς θεᾶς A.Eu. 259
(lyr.).6 [voice] Pass., to be involved, entangled, Vett.Val.169.32. (Cf. Lat. plecto, im-plico, OHG. flehtan.)
См. также в других словарях:
ἐπλέχθην — φλέγω burn aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) φλέγω burn aor ind pass 1st sg πλέκω plait aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) πλέκω plait aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χ, χ — Το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, ψ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά επινοήθηκε από τους Έλληνες για την παράσταση των ουρανικών και υπερωικών δασέων φθόγγων της ινδοευρωπαϊκής μητέρας… … Dictionary of Greek
Κ, κ — Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό kaph (= φοίνικας, παλάμη), το οποίο γραφόταν . Οι Έλληνες έγραφαν το κ σχεδόν αμετάβλητο ως , έως τους κλασικούς χρόνους, οπότε επικράτησε η γραφή Κ. Το παλαιότερο ελληνικό… … Dictionary of Greek