-
1 επλάδα
-
2 ἐπλάδα
-
3 πλαδάω
A to be flaccid, of the flesh, Hp.Aër.10; πῆξις πλαδῶσα, as of milk without rennet, Arist.HA 516a3 ;οὖλα πλαδῶντα Dsc. 1.110
; φλύκταιναι π. Nic.Th. 241 ; of corn, Ph.1.179.3 metaph. of the mind, to be or become flaccid, Ph.1.441, 459, 2.411 :— Hsch. cites [tense] pf. part. πεπλαδηκώς· σεσηπώς, ὑγρανθείς, and [tense] impf. ἐπλάδα in causal sense = κατέδευεν.
См. также в других словарях:
ἐπλάδα — ἐπλάδᾱ , πλαδάω to be flaccid imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδώ — άω, ΜΑ 1. (ιδίως για τη σάρκα) είμαι πλαδαρός, μαλακός, χαλαρός 2. σήπομαι, μουχλιάζω αρχ. 1. (αμτβ. τ. παρατ.) ἐπλάδα (κατά τον Ησύχ.) «κατέδευεν» 2. μτφ. (για τον νου) είμαι ή γίνομαι αδρανής, χαύνος, ναρκώνομαι διανοητικά 3. φρ. «πλαδᾱν τὸν… … Dictionary of Greek