-
1 ἐπι-χρεμετίζω
ἐπι-χρεμετίζω, anwiehern, zuwiehern, Sp.
-
2 χρεμετίζω
A neigh, whinny, of horses, Il.12.51, Hdt.3.86,87, Pl. R. 396b, Phdr. 254d, Jul.Mis. 366a: metaph. of lewd men,χ. ἐπὶ γυναῖκα LXX Je.5.8
.—In Hes.Sc. 348 we have a shorter form of [ per.] 3pl. [tense] aor. 1, χρέμισαν, asif from [full] χρεμίζω. (Cf. χρόμη, χρόμαδος, OE.gremettan, grymettan 'to roar', OSlav. v[ucaron]z-gr[icaron]mèti 'to thunder'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρεμετίζω
-
3 ἐπιχρεμετίζω
ἐπι-χρεμετίζω, u. ἐπι-χρεμέθω, anwiehern, zuwiehern -
4 επεχρεμέτισαν
-
5 ἐπεχρεμέτισαν
-
6 επιχρεμετίζοντες
-
7 ἐπιχρεμετίζοντες
-
8 επιχρεμετίσας
-
9 ἐπιχρεμετίσας
См. также в других словарях:
ἐπεχρεμέτισαν — ἐπί χρεμετίζω neigh aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχρεμετίζοντες — ἐπί χρεμετίζω neigh pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχρεμετίσας — ἐπιχρεμετίσᾱς , ἐπί χρεμετίζω neigh aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχρεμέθω — ἐπιχρεμέθω (Α) χρεμετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρεμέθω, παράλλ. τ. τού χρεμετίζω] … Dictionary of Greek