-
1 επεχρεμέτισαν
-
2 ἐπεχρεμέτισαν
См. также в других словарях:
ἐπεχρεμέτισαν — ἐπί χρεμετίζω neigh aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επεχρεμέτισαν
2 ἐπεχρεμέτισαν
ἐπεχρεμέτισαν — ἐπί χρεμετίζω neigh aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)