-
1 επιχαινω
(fut. ἐπιχανῶ, pf. ἐπικέχηνα) глядеть с разинутым ртом, т.е. с жадностью(τινί Luc.)
См. также в других словарях:
χήνα — Κοινή ονομασία διαφόρων στεγανοπόδων της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών, που ανήκουν κυρίως στα γένη χην (anser) και βράντα (branta). Ειδικά, με την ονομασία αυτό χαρακτηρίζεται γενικά η κατοικίδια χ., οι διάφορες φυλές της οποίας… … Dictionary of Greek