-
1 επιχαινω
(fut. ἐπιχανῶ, pf. ἐπικέχηνα) глядеть с разинутым ртом, т.е. с жадностью(τινί Luc.)
См. также в других словарях:
επιχαίνω — ἐπιχαίνω (Α) [χαίνω] 1. χάσκω, κοιτάζω κάτι με ανοιχτό το στόμα («ἄποτοι καὶ ἄγευστοι καὶ ξηροὶ τὸ στόμα, ἐπικεχηνότες μόνον τῷ χρυσίῳ», Λουκιαν.) 2. επιθυμώ με πάθος κάτι 3. κοροϊδεύω, πειράζω κάποιον … Dictionary of Greek
ἐπιχαίνετε — ἐπιχαίνω gape at pres imperat act 2nd pl ἐπιχαίνω gape at pres ind act 2nd pl ἐπιχαίνω gape at imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικέχηνε — ἐπιχαίνω gape at perf imperat act 2nd sg ἐπιχαίνω gape at perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχάνῃ — ἐπιχαίνω gape at aor subj mp 2nd sg ἐπιχαίνω gape at aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχάσκει — ἐπιχαίνω gape at pres ind mp 2nd sg ἐπιχαίνω gape at pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεχηνότες — ἐπιχαίνω gape at perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεχηνώς — ἐπιχαίνω gape at perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχανόντες — ἐπιχαίνω gape at aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχανόντος — ἐπιχαίνω gape at aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχαίνειν — ἐπιχαίνω gape at pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχαίνοντες — ἐπιχαίνω gape at pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)