Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπι-τᾰνύω

См. также в других словарях:

  • τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… …   Dictionary of Greek

  • επιτανύω — ἐπιτανύω (Α) [τανύω] 1. τεντώνω, εκτείνω, απλώνω κάτι κάπου («ἐπιδέουσιν ἐπὶ τὴν ἴξιν τῆς κληῑδος ἐπιτανύοντες», Ιπποκρ.) 2. εξαπλώνω, σκορπίζω («Ζεὺς δ’ ἐπὶ νύκτ’ ὀλοὴν τάνυσε κρατερῇ ὑσμίνῃ», Ομ. Ιλ.) 3. παθ. ἐπιτανύομαι τεντώνω με δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • τιταίνω — ΜΑ (επικ. τ.) 1. κατευθύνω κάποιον ή κάτι προς κάπου («εἰς δύσιν ὄμμα τίταινε, πότε γλυκὺς ἕσπερος ἔλθοι», Νόνν.) 2. μέσ. τιταίνομαι α) εντείνω τις δυνάμεις μου, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες («αὐτὰρ ὅ γ ἄψ ὤσασθε τιταινόμενος», Ομ. Οδ.) β) (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»