-
1 θάπτω
Grammatical information: v.Meaning: `bury' (Il.).Derivatives: τάφος m. `burying, tomb' (Il.), ταφή `id.' (IA); from there thee hypostases ἐν-, ἐπι-τάφιος `belonging to the burial' with ἐνταφιάζω, ἐνταφιαστής (LXX, pap.); ἐπιταφέω `attend a burial' (inscr.); ταφήϊος `belonging to a burial' (Od.), ταφεύς `grave-digger' (S.; s. Boßhardt Die Nom. auf - ευς 41), ταφ(ε)ών `(place) of a tomb ' (inscr.), ταφικόν `burial costs' (pap.). - τάφρος f. (on the genus Schwyzer-Debrunner 34 n. 1) `ditch (for fortification etc.)' (Il.) with ταφρεύω `make a ditch' (Att.), from which ταφρ-εία, τάφρ-ευμα, - ευσις, - ευτής; rare τάφρη `id.' (Ion.). - Uncertain θάπτ\<ρ\> α μνῆμα (cod. μυῖα). Κρῆτες H.; s. Latte Glotta 34, 196f.Etymology: With the generalized zero grade θαπ-, ταφ- \< *θαφ- agrees Arm. damb-an `tomb', if one starts from IE dhm̥bh- (but the words are not old, s. Clackson, Relationship Arm. Greek, 1994, 120f.); the full grade * dʰembʰ- would have been eliminated in both languages. ( τάφ-ρ-ος: damb-an does not allow to posit an r-n-stem. - Lidén Armen. Stud. 41f. with criticism of older views. - The word could well be a loan: IE origin is uncertain.Page in Frisk: 1,653-654Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θάπτω
См. также в других словарях:
Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… … Dictionary of Greek
κενοτάφιο — Συμβολικός τάφος που δεν περιέχει νεκρό· μνημείο που ανεγείρεται σε ανάμνηση εξαφανισμένου. Η ανέγερση κ. αποτελούσε τελετουργική συνήθεια πολλών λαών της αρχαιότητας και βασιζόταν στην πεποίθηση ότι οι ψυχές των άταφων νεκρών δεν μπορούσαν να… … Dictionary of Greek