Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπι-τύφω

См. также в других словарях:

  • επιτυφώ — ἐπιτυφῶ, όω (Α) τυφώ* (κατά τον Μοίριν) «ἐπιτεθυμμένον, ἀττικῶς ἐπιτετυφωμένον ἢ ἐπικεκαυμένον, ἑλληνικῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τυφώ «τυφλώνω (με καπνό)» (< τύφος)] …   Dictionary of Greek

  • επιτύφομαι — ἐπιτύφομαι (Α) 1. ανάβω, κατακαίομαι («ἐπιτεθυμένοι καὶ μέλανες», Σοφ.) 2. παθ. μτφ. καίγομαι από έρωτα («ὅπως ἂν ἁνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου», Αριστοφ.) 3. γεν. μαίνομαι («εἴτε τι θηρίον τυγχάνω Τυφῶνος πολυπλοκώτερον καὶ μᾱλλον ἐπιτεθυμμένον»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»