Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπι-τίμιος

См. также в других словарях:

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • κυριακός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται… …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • Ιεροσολύμων, Πατριαρχείο — Πατριαρχείο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, με έδρα τα Ιεροσόλυμα (Ιερουσαλήμ). Ως μητέρατων Εκκλησιών, η Ιερουσαλήμ ήταν δεδομένο εξαρχής ότι θα έπαιζε σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη και στην οργάνωση της χριστιανικής Εκκλησίας στο σύνολό της.… …   Dictionary of Greek

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιάδης, Γεώργιος (Τζώρτζης) — (Κωνσταντινούπολη 1912 – Αθήνα 1983).Δημοσιογράφος και εκδότης. Το 1924 εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε στη γαλλική σχολή Άγιος Παύλος. Αρχικά εργάστηκε ως λογιστής (1932 34) και στη συνέχεια σταδιοδρόμησε ως εκδότης και δημοσιογράφος. Το… …   Dictionary of Greek

  • Ελευθερίου, Ναπολέων — (Αθήνα 1921 –). Σεναριογράφος, σκηνοθέτης και στιχουργός. Πολυγραφότατος, έγραψε περισσότερες από 85 επιθεωρήσεις και περισσότερα από 100 τραγούδια, ενώ επί σειρά ετών ήταν ο προσωπικός κειμενογράφος δημοφιλών λαϊκών κωμικών όπως του Κώστα… …   Dictionary of Greek

  • Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»