Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπι-τίμιος

  • 1 λίθος

    -ου + N 2 73-100-49-46-38=306 Gn 2,12; 11,3; 28,11.18.22
    stone Gn 11,3; stone (thrown for stoning) Lv 20,2; building stone, building brick 1 Kgs 6,7
    λίθος κασσιτέρινος plummet of tin Zech 4,10; λίθος πράσινος emerald Gn 2,12; λίθος σμαραγδίτης emerald stone Est 1,6; λίθος πάρινος Parian marble, white marble Est 1,6; λίθος τίμιος precious stone 1 Kgs 10,2; λίθος πολυτελής id. 1 Chr 29,2; ξύλοις καὶ λίθοις wood and stone (of images of gods made of these materials) Dt 4,28, see also 28,36.64, 29,16, Ez 20,32
    *Jos 4,11 καὶ οἱ λίθοι and the stones-והאבנים for MT והכהנים and the priests; *1 Sm 6,18 καὶ ἕως λίθου and to the stone-אבן ועד for MT אבל ועד and to (the place) Abel; *Jer 18,3 ἐπὶ τῶν λίθων on
    the stones-על־האבנים ⋄ֶבן ֶא
    ֹא ֶבן⋄ על־האבנים MT for
    at the potter’s wheel; *Jb 41,7 λίθος stone,
    rock-צֹר for MT ָצר
    Cf. CARAGOUNIS 1990 9-16.26-30; LE BOULLUEC 1989 120.244; SPICQ 1978a, 493-495; WEVERS 1990,
    381; →MM

    Lust (λαγνεία) > λίθος

  • 2 ὀγκόω

    ὀγκ-όω, [tense] aor. ὤγκωσα: [tense] aor. and [tense] pf. [voice] Pass. ὠγκώθην, ὤγκωμαι (v. infr.): ( ὄγκος B):—
    A raise up, rear,

    ἠρίον Alex.Aet.3.33

    ;

    ὤγκωσεν τάδε σήματα Epigr.Gr.233.9

    ([place name] Chios):—[voice] Pass.,

    τάφῳ ὀγκωθῆναι E. Ion 388

    ; and of the cairn itself,

    ὠγκώθην AP7.651

    (Euph.);

    ὀστέα δ' ὀγκωθεὶς.. ἔδεκτο τάφος Epigr.Gr.233.4

    .
    2 distend,

    τὸ πνεῦμα τὰς φλέβας ὀγκοῖ Arist.Somn.Vig. 457a13

    , cf. Pr. 936b11 :—[voice] Pass., γαστὴρ ὠγκώθη was swollen by eating, Babr.86.5, cf. 111.19, Antyll. ap. Orib.7.16.3.
    3 endow with bulk or extension, Corp.Herm.8.3 : [tense] pf. part. [voice] Pass., Porph. Sent.33, Dam.Pr. 140.
    II metaph., bring to honour and dignity,

    βροτοῖς.. βίοτον ὀγκώσας μέγαν E.Andr. 320

    ; exalt, extol,

    Ἄργος ὀγκῶν Id.Heracl. 195

    ; ὀγκῶσαι τὸ φρόνημα puff up one's conceit, Ar.V. 1024 ; ὀ. [ τινὰ] ματαίως 'boost', Epicur.Ep.2p.41U. ; of style,

    ὤγκωσε τὴν νόησιν Longin.28.2

    :—[voice] Med.,

    εἰ δὲ ταῦτ' ὀγκωσόμεσθα Ar.Ra. 703

    :— [voice] Pass., to be puffed up, swollen, elated,

    ὀγκωθεὶς χλιδῇ S.Fr. 942

    ;

    δοκήσει δωμάτων ὠγκωμένος E.El. 381

    ;

    δῶμα πλούτῳ δυσσεβῶς ὠγκωμένον Id.Fr. 825

    ;

    ὠγκωμένω ἐπὶ τῷ γένει X.Mem.1.2.25

    : with a part.,

    ὀγκούμεθα ὁ μέν τις.., ὁ δὲ.. τίμιος κεκλημένος E.Hec. 623

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀγκόω

  • 3 λίθος

    λίθος, ου, ὁ (Hom.+; in our lit. always masc.)
    stone, in general: Mt 3:9 (ZNW 9, 1908, 77f; 341f); 4:3, 6 (Ps 90:12); 7:9; Mk 5:5; Lk 3:8; 4:3, 11 (Ps 90:12); 11:11 v.l.; 19:40 (cp. 4 Esdr 5:5 and the ‘hearing’ πέτραι PGM 36, 263); 22:41; J 8:7, 59; 10:31; Ox 1 recto, 6 (ASyn. 171, 5)=GTh 77 (s. AWalls, VigChr 16, ’62, 71–78; cp. Lucian, Hermotim. 81 p. 826 ὁ θεὸς οὐκ ἐν οὐρανῷ ἐστιν, ἀλλὰ διὰ πάντων πεφοίτηκεν, οἷον ξύλων κ. λίθων κ. ζῴων). Of blood (but πτῶμα pap) of Zachariah, which turned to stone GJs 24:3.
    stone, of a special kind
    of stones used in building (Dio Chrys. 57 [74], 26; Oenomaus in Eus., PE 5, 24, 4 λίθοι καὶ ξύλοι; Palaeph. p. 62, 7; PPetr II, 13 [18a], 7 [258 B.C.]; Dt 27:5f; 3 Km 6:7; TestSol 2:5 al.; JosAs 2:17) Mt 24:2; Mk 13:1f (LGaston, No Stone on Another, ’70 [fall of Jerus.]); Lk 19:44; 21:6 (λίθος ἐπὶ λίθῳ as Aristippus Fgm. 20 FPhGr [in Diog. L. 2, 72]); Hv 3, 2, 4–9; 3, 4, 2f; 3, 5, 1–3; 3, 6, 3; 6f; 3, 7, 1; 5; Hs 9, 3, 3ff al.; λ. καλοί costly stone(s) (prob. kinds of marble; cp. Diod S 1, 66, 3 κάλλιστοι λίθοι; Jos., Ant. 15, 392) Lk 21:5.—1 Cor 3:12 is also classed here by Blass and Dssm., Pls2 1925, 245f (Paul, 1926, 212ff); s. b below.
    of precious stones, jewels (TestSol 1:3 al.; TestAbr, JosAs, Joseph.; Ant. 17, 197; Synes., Ep. 3 p. 158b) λίθος καθαρός Rv 15:6 v.l. Mostly in the combination λίθος τίμιος (τιμιώτατος) and mentioned beside gold, silver, or even pearls (Appian, Liby. 66 §297; Herodian 5, 2, 4; Da 11:38 Theod.; 2 Km 12:30; TestSol 1:6; TestAbr A 6 p. 83, 23 [Stone p. 14]; JosAs 2:3; 18:4; cp. TestAbr A 3 p. 80, 12 [Stone p. 8] πολύτιμοι; TestJob 28:5 πολυτελεῖς, ἔνδοξοι; JosAs 2:7 al. πολυτελεῖς); Rv 17:4; 18:12, 16; 21:11, 19 (s. the lit. s.v. ἀμέθυστος. Also FCumont3 246, 87). Likewise in 1 Cor 3:12 the way in which the word is used scarcely permits another mng., and hence we must assume (unless it is enough to think of the edifice as adorned w. precious stones [Diod S 3, 47, 6f: the use of gold, silver, and precious stones in the building of palaces in Sabae; Lucian, Imag. 11 ὁ νεὼς λίθοις τ. πολυτελέσιν ἠσκημένος κ. χρυσῷ]) that Paul either had in mind imaginary buildings (Ps.-Callisth. 3, 28, 4: in the city of Helios on the Red Sea there are 12 πύργοι χρυσῷ καὶ σμαράγδῳ ᾠκοδομημένοι• τὸ δὲ τεῖχος ἐκ λίθου Ἰνδικοῦ κτλ.) as Rv 21:18ff; Is 54:11f; Tob 13:17, or simply mentioned the costliest materials, without considering whether they could actually be used in erecting a building (in Phoenix of Colophon [III B.C.] 1, 9: AnthLG I/33 ’54 Diehl the rich snob thinks of houses ἐγ [=ἐκ] λίθου σμαραγδίτου. S. χρυσίον.—S. a above).—λ. ἴασπις (q.v.) Rv 4:3.
    of millstones λ. μυλικός Lk 17:2. Two times as v.l. for μύλος ὀνικός: Mt 18:6; Mk 9:42. v.l. λ. ὡς μύλινος Rv 18:21.
    of large stones used to seal graves (Chariton 3, 3, 1 παραγενόμενος εὗρε τ. λίθους κεκινημένους κ. φανερὰν τὴν εἴσοδον) Mt 27:60, 66; 28:2; Mk 15:46; 16:3f; Lk 24:2; J 11:38f, 41; 20:1; GPt 8:32 al. Also of the tables of the Mosaic law 2 Cor 3:7.
    of stone images of the gods (Dt 4:28; Ezk 20:32; Just., D. 113, 6) Ac 17:29; 2 Cl 1:6; cp. PtK 2 p. 14, 14; Dg 2:2.
    in imagery relating to God’s people and the transcendent (in the pass. fr. Hv 3 and Hs 9 mentioned in 2a above, the tower and its stones are symbolic): of Christ (cp. Just., D. 86, 3) λ. ζῶν 1 Pt 2:4. Likew. of the Christians λίθοι ζῶντες living stones (in the spiritual temple) vs. 5 (JPlumpe, Vivum saxum, vivi lapides: Traditio 1, ’43, 1–14). ὡς ὄντες λίθοι ναοῦ πατρός as building-stones of the Father’s temple IEph 9:1. 1 Pt and B 6:2c, 3 (s. LBarnard, Studia Evangelica, ed. FCross, ’64, III, 306–13: NT and B) also refer to Christ as the λ. ἐκλεκτὸς ἀκρογωνιαῖος 1 Pt 2:6 (cp. Is 28:16; ESiegman, CBQ 18, ’56, 364–79; JElliott, The Elect and the Holy ’66, esp. 16–38; s. ἀκρογωνιαῖος), the λ., ὸ̔ν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες vs. 7 (Ps 117:22)—likew. Mt 21:42; Mk 12:10; Lk 20:17; cp. Ac 4:11; Eph 2:20 v.l. (for lit. s. on κεφαλή 2b)—and finally the λ. προσκόμματος 1 Pt 2:8 (Is 8:14)—likew. Ro 9:32f. The same OT (Is 8:14f) infl. is felt in Mt 21:44; Lk 20:18 (Daimachus [IV B.C.]: 65 Fgm. 8 Jac. speaks in his work περὶ εὐσεβείας of the fall of a holy stone fr. heaven πεσεῖν τὸν λίθον).—SKottek, Names, Roots and Stones in Jewish Lore: Proceedings XXXII Intern. Congr. of History of Medicine, Antwerp n.d. [’91] 63–74; also idem: ANRW II/37/3 p. 2855 n. 53 on use of stones in antiquity. B. 51; 442. DELG. M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > λίθος

См. также в других словарях:

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • κυριακός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται… …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • Ιεροσολύμων, Πατριαρχείο — Πατριαρχείο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, με έδρα τα Ιεροσόλυμα (Ιερουσαλήμ). Ως μητέρατων Εκκλησιών, η Ιερουσαλήμ ήταν δεδομένο εξαρχής ότι θα έπαιζε σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη και στην οργάνωση της χριστιανικής Εκκλησίας στο σύνολό της.… …   Dictionary of Greek

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιάδης, Γεώργιος (Τζώρτζης) — (Κωνσταντινούπολη 1912 – Αθήνα 1983).Δημοσιογράφος και εκδότης. Το 1924 εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε στη γαλλική σχολή Άγιος Παύλος. Αρχικά εργάστηκε ως λογιστής (1932 34) και στη συνέχεια σταδιοδρόμησε ως εκδότης και δημοσιογράφος. Το… …   Dictionary of Greek

  • Ελευθερίου, Ναπολέων — (Αθήνα 1921 –). Σεναριογράφος, σκηνοθέτης και στιχουργός. Πολυγραφότατος, έγραψε περισσότερες από 85 επιθεωρήσεις και περισσότερα από 100 τραγούδια, ενώ επί σειρά ετών ήταν ο προσωπικός κειμενογράφος δημοφιλών λαϊκών κωμικών όπως του Κώστα… …   Dictionary of Greek

  • Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»