-
1 ἐπι-σῡρίζω
ἐπι-σῡρίζω, att. ἐπισῡρίττω, dabei, danach pfeifen, zischen, Arist. H. A. 9, 10; Ael. H. A. 2, 7 u. a. Sp., wie Nonn. D. 1, 71, ἐπισύρισεν.
-
2 ἐπισῡρίζω
ἐπι-σῡρίζω, dabei, danach pfeifen, zischen -
3 επεσύριζε
-
4 ἐπεσύριζε
-
5 επεσύρισε
-
6 ἐπεσύρισε
-
7 επεσύρισεν
-
8 ἐπεσύρισεν
-
9 επισυριττέτω
-
10 ἐπισυριττέτω
-
11 επισυρίττοντας
-
12 ἐπισυρίττοντας
См. также в других словарях:
ἐπεσύριζε — ἐπεσύ̱ριζε , ἐπί συρίζω Bis Acc. imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσύρισε — ἐπεσύ̱ρισε , ἐπί συρίζω Bis Acc. aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσύρισεν — ἐπεσύ̱ρισεν , ἐπί συρίζω Bis Acc. aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισυριττέτω — ἐπισῡριττέτω , ἐπί συρίζω Bis Acc. pres imperat act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισυρίττοντας — ἐπισῡρίττοντας , ἐπί συρίζω Bis Acc. pres part act masc acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισίζω — ἐπισίζω και ἐπισίττω (Α) προτρέπω σκυλί να ορμήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σίζω «συρίζω»] … Dictionary of Greek