-
1 ἐπισυρίττω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισυρίττω
-
2 ἐπι-σῡρίζω
ἐπι-σῡρίζω, att. ἐπισῡρίττω, dabei, danach pfeifen, zischen, Arist. H. A. 9, 10; Ael. H. A. 2, 7 u. a. Sp., wie Nonn. D. 1, 71, ἐπισύρισεν.
-
3 επισυρισσω
См. также в других словарях:
επισυρίζω — ἐπισυρίζω (ΑΜ Α και ἐπισυρίσσω και ἐπισυρίττω) [συρίζω] κάνω σημάδι σφυρίζοντας … Dictionary of Greek