-
1 ἐπι-στάτις
ἐπι-στάτις, ιδος, ἡ, fem. zu ἐπιστάτης, z. B. ἀρχή, Suid.; Schol. Ar. Th. 373.
-
2 ὀβολοστάτης
A weigher of obols, i. e. petty usurer, Ar.Nu. 1155, Hyp.Fr. 154, Antiph.168, Philostr.VA8.7, Onos.1.20 ; but ἐκ τῶν πλουσίων τριάκοντα ᾑρέθησαν ὀ., ὅ ἐστι δανεισταὶ ἐπὶ ὀβολῷ τὴν μνᾶν δανείζοντες Sch.Aeschin.1.39 : perh. from στῆσαι, = δανεῖσαι ; cf. στάσιμος and Hsch. s. vv. ὀβολοστάτης, ἱστάνειν :—fem. [suff] ὀβολο-στάτις, Pl. Ax. 367b, Poll.3.112 : hence [suff] ὀβολο-στᾰτική (sc. τέχνη), ἡ, the trade of a petty usurer, and generally, usury, Arist.Pol. 1258b2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀβολοστάτης
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий