-
1 ἐπι-σίτιος
ἐπι-σίτιος, für die Kost arbeitend, καὶ οὐδὲ μισϑὸν πρὸς τοῖς σιτίοις, ὥςπερ οἱ ἄλλοι, λαβόντες Plat. Rep. IV, 420 a; nach Ath. VI, 246 f οἱ ἐπὶ τροφαῖς ὑπουργοῦντες, = παράσιτοι, ibd.; – τὰ ἐπισίτια, die Kost, Fourage, Lys. bei Harpocr.
-
2 ἐπισίτιος
ἐπι-σίτιος, für die Kost arbeitend; τὰ ἐπισίτια, die Kost, Fourage