-
1 επιμεμφομαι
1) быть недовольным, сетовать(τινος и ἕνεκά τινος Hom., τινι Theocr. и τι Plut., Anth.)
Ἀτρείδη, τέο (= τίνος) δ΄ αὖτ΄ ἐπιμέμφεαι ; Hom. — Атрид, на кого же ты негодуешь?;ἤ τι κασιγνήτοις ἐπιμέμφεαι ; Hom. — или ты на братьев сердит?;ἐγὼ ταῦτα ποιήσω ὥστε σὲ καὴ τὸν παῖδα τὸν σὸν μηδὲν ἐ. Her. — я сделаю так, что ни тебе, ни твоему сыну не на что будет жаловаться2) порицать, упрекать(τινί τι и τινι ἀντί τινος Her., τινά τινος Soph. и τινί τινος Luc.)
-
2 απομεμφομαι
-
3 καταμεμφομαι
порицать, упрекать, винитьκ. τινά τινι Thuc., τινα, ὡς … Plat., Diod., τινα ἐπί τινι Polyb., τινά τινος Plut. и τινι, ὡς … Anth. — упрекать, винить кого-л. в чем-л.
См. также в других словарях:
επιμωμώμαι — ἐπιμωμῶμαι (Α) κατηγορώ επί πλέον κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μωμώμαι «μέμφομαι, κατηγορώ» (< μώμος «ψόγος, μομφή»)] … Dictionary of Greek
κατάμομφος — κατάμομφος, ον (Α) 1. άξιος μομφής 2. δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μομφος (< μομφή < μέμφομαι), πρβλ. ά μομφος, επί μομφος] … Dictionary of Greek
προσαιτιώμαι — άομαι, Α κατηγορώ επί πλέον κάποιον ως ένοχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αἰτιῶμαι «μέμφομαι, κατηγορώ»] … Dictionary of Greek
προσμέμφομαι — Α μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον επί πλέον … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek