-
1 ἐπι-κραιαίνω
ἐπι-κραιαίνω, ep. = Folgdm; οὐδ' ἄρα πώ οἱ ἐπεκραίαινε Κρονίων Il. 2, 419, er erfüllte, gewährte es nicht; νῦν μοι τόδ' ἐπικρήηνον ἐέλδωρ 1, 455 u. öfter; vgl. Callim. Dian. 40.
-
2 κραιαίνω
κραιαίνω, ep. gedehnt = κραίνω; τοῦ δ' ἐκραί. αινεν ἐφετμάς Il. 5, 508; aor., τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ 1, 504, κρηήνατε Od. 3, 418. 17, 242, κρηῆναι Il. 9, 101; perf., χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται Odyss. 15, 116, χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράαντο Od. 4, 132.
-
3 ἐπικραιαίνω
ἐπι-κραιαίνω, vollenden, in Erfüllung gehen lassen; οὐδ' ἄρα πώ οἱ ἐπεκραίαινε Κρονίων, er erfüllte, gewährte es nicht
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий