-
1 επικαινυμαι
(pf. ἐπικέκασμαί - только in tmesi) отличаться, выделяться, превосходить(πάντας ἀνθρώπους ὄλβῳ Hom.)
ὅς ἐπὴ φρεσὴ πευκαλίμῃσι κέκασται Hom. — одаренный глубоким разумом
См. также в других словарях:
επικαίνυμαι — ἐπικαίνυμαι (AM) (αμτβ.) υπερβαίνω, υπερτερώ αρχ. παθ. στολίζομαι ή είμαι εφοδιασμένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καίνυμαι «υπερέχω, νικώ, είμαι στολισμένος»] … Dictionary of Greek