-
1 καίνυμαι
καίνυμαι, ipf. ἐκαίνυτο, perf. 2 sing. κέκασσαι, 3 κέκασται, inf. κεκάσθαι, plup. (ἐ) κέκαστο: excel, w. acc., ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων | νῆα κυβερνῆσαι, Od. 3.282; ἐγχείῃ δ' ἐκέκαστο Πανέλληνας καὶ Ἀχαιούς, Il. 2.530; mostly w. dat. of the thing and prep. governing the person, ἐν Δαναοῖσι, μετὰ δμωῇσι, πᾶσαν ἐπ' αἶαν, Od. 4.725, τ , Od. 24.509; gen. of person, Il. 24.546 ; ἐπί with dat. of thing, Il. 20.35.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καίνυμαι
-
2 κεκάλακας
κεκάλακας· καλὴ γέγονας, ἢ ἐκάλεσας, Hsch. [full] κεκαλμένον· ἐπὶ γῆς ἐκπεπτωκός, Id. [full] κέκασμαι, [full] κεκασμένος, [full] κέκαστο,A v. καίνυμαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεκάλακας
-
3 ἐπικαίνυμαι
II. [voice] Pass., to be adorned or furnished with, (unless in signf.1); οἷς ἐπικαίνυται ἵππος (cj. for ἐπικίνυται) Q.S.12.145.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαίνυμαι
См. также в других словарях:
επικαίνυμαι — ἐπικαίνυμαι (AM) (αμτβ.) υπερβαίνω, υπερτερώ αρχ. παθ. στολίζομαι ή είμαι εφοδιασμένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καίνυμαι «υπερέχω, νικώ, είμαι στολισμένος»] … Dictionary of Greek