Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπι-βλάπτω

См. также в других словарях:

  • ἐπιβλαβήσεται — ἐπί βλάπτω disable fut ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλάβη — ἐπί βλάπτω disable aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλάπτειν — ἐπί βλάπτω disable pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβέβλαπτο — ἐπί βλάπτω disable plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπιβλάψαι — πρός , ἐπί βλάπτω disable aor inf act προσεπιβλάψαῑ , πρός , ἐπί βλάπτω disable aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπιβλάψομεν — πρός , ἐπί βλάπτω disable aor subj act 1st pl (epic) πρός , ἐπί βλάπτω disable fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… …   Dictionary of Greek

  • προσκαταβλάπτω — Α βλάπτω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταβλάπτω «βλάπτω, ζημιώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσλυμαίνομαι — Α βλάπτω, ζημιώνω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λυμαίνομαι «προξενώ ζημιά, βλάπτω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαδικώ — έω, Α 1. αδικώ επί πλέον κάποιον 2. προσβάλλω επιπροσθέτως 3. βλάπτω κάποιον επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • επικηραίνω — ἐπικηραίνω (Α) έχω εχθρικές διαθέσεις απέναντι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κηραίνω (< Κήρ «θεά τού θανάτου») «βλάπτω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»