-
1 συν-επι-βλάπτω
συν-επι-βλάπτω, mit, zugleich beschädigen, verletzen, Arist. pol. 2, 9 u. Sp.
-
2 συνεπιβλάπτω
συν-επι-βλάπτω, mit, zugleich beschädigen, verletzen
См. также в других словарях:
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek