-
1 ἐπι-βατικός
ἐπι-βατικός, ή, όν, zum ἐπιβάτης gehörig, τὸ ἐπιβατικόν, die Schiffsmannschaft, Arist. pol. 7, 6; χρεία Pol. 1, 47, 9, öfter. Bei B. A. 97, 19 wird τὰ ἐπιβατικά das genannt, ἃ οἱ ναυτικοὶ παρενϑήκας λέγουσιν.
-
2 ἐπιβατικός
ἐπι-βατικός, ή, όν, zum ἐπιβάτης gehörig, τὸ ἐπιβατικόν, die Schiffsmannschaft -
3 επιβατικος