-
1 επιβατικος
-
2 επιβατικός
η, ό[ν] пассажирский;επιβατική αμαξοστοιχία — пассажирский поезд
-
3 ἐπιβατικός
A of or for the ἐπιβάται, ἡ ἐ. χρεία their service, Plb.3.95.5; τὸ ἐ. the complement of ἐπιβάται on board ship, Arist.Pol. 1327b9, Plb.1.47.9 (pl.) (but also, payment for the ἐ., IG12.127.20, 37, cf.35).II. ἐπιβατικά, τά, = παρενθήκη 11, EM357.45, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβατικός
-
4 ἐπιβατικός
ἐπι-βατικός, ή, όν, zum ἐπιβάτης gehörig, τὸ ἐπιβατικόν, die Schiffsmannschaft -
5 επιβατικά
ἐπιβατικόςof: neut nom /voc /acc plἐπιβατικά̱, ἐπιβατικόςof: fem nom /voc /acc dualἐπιβατικά̱, ἐπιβατικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ἐπιβατικά
ἐπιβατικόςof: neut nom /voc /acc plἐπιβατικά̱, ἐπιβατικόςof: fem nom /voc /acc dualἐπιβατικά̱, ἐπιβατικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 επιβατικών
-
8 ἐπιβατικῶν
-
9 επιβατικόν
-
10 ἐπιβατικόν
-
11 επιβατικοίς
-
12 ἐπιβατικοῖς
-
13 επιβατικού
-
14 ἐπιβατικοῦ
-
15 επιβατικώς
-
16 ἐπιβατικῶς
-
17 επιβατικήν
-
18 ἐπιβατικήν
См. также в других словарях:
επιβατικός — ή, ό (AM ἐπιβατικός, ή, όν) [επιβάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι αυτούς νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επιβατικό μέσο μεταφοράς επιβατών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατικόν 1. οι επιβάτες, οπλίτες τού πλοίου 2. ο… … Dictionary of Greek
επιβατικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες, που προορίζεται γι αυτούς: Επιβατική αμαξοστοιχία. 2. το ουδ. ως ουσ., επιβατικό (ενν. πλοίο), πλοίο που μεταφέρει επιβάτες, το ποστάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιβατικά — ἐπιβατικός of neut nom/voc/acc pl ἐπιβατικά̱ , ἐπιβατικός of fem nom/voc/acc dual ἐπιβατικά̱ , ἐπιβατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατικῶν — ἐπιβατικός of fem gen pl ἐπιβατικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατικόν — ἐπιβατικός of masc acc sg ἐπιβατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατικοῖς — ἐπιβατικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατικοῦ — ἐπιβατικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατικήν — ἐπιβατικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβατικῶς — ἐπιβατικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)