-
1 ἐπιῤ-ῥοή
ἐπιῤ-ῥοή, ἡ, der Zufluß, das Zuströmen; αἱμάτων ἐπιῤῥοαί Aesch. Ag. 1491, vgl. Eum. 664; Sp., wie Ap. Rh. 4, 623. – Uebertr., ἀνάμνησις δ' ἐστὶν ἐπιῤῥοὴ φρονήσεως ἀπολιπούσης, gleichsam ein Zurückfluthen, Plat. Legg. V, 732 a; neben αὔξη, VI, 783 b, wie eine Fluth; von einer großen Menge, bes. des Uebels, z. B. κακῶν, Eur. Andr. 349; das Ueberfließen, Luc. Tim. 18.
-
2 ἐπιῤῥοή
ἐπιῤ-ῥοή, ἡ, der Zufluß, das Zuströmen. Übertr., ἀνάμνησις δ' ἐστὶν ἐπιῤῥοὴ φρονήσεως ἀπολιπούσης, gleichsam ein Zurückfluten; αὔξη, wie eine Flut; von einer großen Menge, bes. des Übels; das Überfließen -
3 течь
течь 1течёт, текут, παρλθ. χρ. тёк, текла, -ло, μτχ. ενστ. текущий, επιρ. μτχ. δεν έχειρ.δ.1. ρέω• τρέχω• πηγαίνω•река течт το ποτάμι ρέει•
слёзы текут δάκρυα πηγαίνουν•
кровь течт αίμα πηγαίνει (τρέχε ι).
|| πέφτω, χύνομαι (για κόκκους, λεπτά τεμάχια).2. στάζω, αδειάζω•бочка течт το βαρέλι τρέχει.
3. μτφ. κινούμαι μαζικά•на улице -ла толпа στο δρόμο ξεχύνονταν το πλήθος.
|| διαδέχομαι•рассуждение -ло за рассуждением η μια σκέψη διαδέχονταν την άλλη.
5. μτφ. περνώ, διαβαίνω, διαρρέω•время течт быстро ο καιρός περνά γρήγορα.
течь 2-и θ.1. εισροή, ροή, τρέξιμο.2. οπή ροής.