-
1 течь
течь 1течёт, текут, παρλθ. χρ. тёк, текла, -ло, μτχ. ενστ. текущий, επιρ. μτχ. δεν έχειρ.δ.1. ρέω• τρέχω• πηγαίνω•река течт το ποτάμι ρέει•
слёзы текут δάκρυα πηγαίνουν•
кровь течт αίμα πηγαίνει (τρέχε ι).
|| πέφτω, χύνομαι (για κόκκους, λεπτά τεμάχια).2. στάζω, αδειάζω•бочка течт το βαρέλι τρέχει.
3. μτφ. κινούμαι μαζικά•на улице -ла толпа στο δρόμο ξεχύνονταν το πλήθος.
|| διαδέχομαι•рассуждение -ло за рассуждением η μια σκέψη διαδέχονταν την άλλη.
5. μτφ. περνώ, διαβαίνω, διαρρέω•время течт быстро ο καιρός περνά γρήγορα.
течь 2-и θ.1. εισροή, ροή, τρέξιμο.2. οπή ροής.