-
1 Ἐπιφάν(ε)ιος
Ἐπιφάν(ε)ιος, ου (freq. since IV A.D.; OGI 688, 1; pap) Epiphanius, Christian in Corinth AcPl Ha 6, 1.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > Ἐπιφάν(ε)ιος
-
2 Ἐπιφάν(ε)ιος
Ἐπιφάν(ε)ιος, ου (freq. since IV A.D.; OGI 688, 1; pap) Epiphanius, Christian in Corinth AcPl Ha 6, 1.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > Ἐπιφάν(ε)ιος
-
3 ἐπιφάνεια
A appearance, coming into light or view, day-break, dawn,Plb.
3.94.3 ; in war, sudden appearance of an enemy, Aen.Tact.31.8, Plb.1.54.2, Ascl.Tact.12.10(pl.), Onos.22.3(pl.).2 esp. of deities appearing to a worshipper, manifestation, D.H.2.68, Plu.Them.30 ; advent, D.S.2.47 ; τὰς ὑπ' αὐτῆς (sc. Ἀρτέμιδος)γενομένας ἐναργεῖς ἐ. SIG867.35
(Ephesus,ii A.D.); a manifestation of divine power,τὰς ἐ. τᾶς Παρθένου Klio16.204
(Chersonesus, iii B.C.), cf. LXX 2 Ma.15.27, D.S.1.25.II visible surface of a body, superficies, Democr.155 (pl.), Arist.Cat. 5a2, Metaph. 1002a4, Ph. 209a8, Sens. 439a31, Euc.1 Deff.,Ph.Bel.70.27, Damian.Opt. 11 ; ἡ κατὰ πρόσωπον ἐ. the front, Plb.1.22.10 ; κατὰ τὰς ἐ. μάχεσθαι to fight in front, Id.3.116.10 ;ἐ. ἡ ἐκ δεξιῶν Arr.Tact.21.3
; αἱ τρεῖς ἐ. τῆς πόλεως its three visible sides, Plb.4.70.9 ; the surface or skin of the body, D.S.3.29, Pap. in AJP24.327, Gal.16.530, etc.;μυδῶντα τὴν ἐ. Luc.Philops.11
;τῆς ἔνδον ἐ. τῶν ἐντέρων Gal.18(1).2
.2 outward show, fame, distinction, esp. arising from something unexpected, Pl. Alc.1.124c ; ἐ.ποιεῖν to create a sensation, Is.7.13 : in pl., Isoc.6.104, D.S.19.1 ; (Milet., ii B.C.), cf. Arr.Epict.3.22.29.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφάνεια
-
4 ἐπιφανής
ἐπιφαν-ής, ές,A coming to light, coming suddenly into view, appearing, of gods, Hdt.3.27, etc.: hence, present to aid,θεοὶ -έστατοι D.S.1.17
.2 of places and things, in full view, πόλις ἐ. ἔξωθεν, of a place commanded by another, Th.5.10, cf. 6.96, 7.19 ; τινι to one, ib. 3 ; visible,Arist.
HA 504b23 ; prominent,Gal.
17(2).209.3 manifest, evident,ὄνειδος Democr.218
([comp] Comp.);ἐκ τῶν ἐπιφανεστάτων σημείων Th.1.21
;διὰ τὸ μὴ ἐ. εἶναι Arist.EN 1126a23
.II of men, conspicuous, notable, distinguished by rank, Hdt.2.89,al.; οἰκίη οὐκ ἐ. ib. 172 ; notable, either for good or ill, X. Mem.3.1.10, Lys.14.12 ([comp] Sup.); ἀνδρείᾳ for courage, Th.6.72 ;πρὸς τὸν πόλεμον Pl.Lg. 629e
; famous, renowned, Pi.P.7.6 ([comp] Comp.), etc.;ἀνδρῶν ἐ. πᾶσα γῆ τάφος Th.2.43
; of things, places, etc., (Rosetta, ii B.C.);- εστέρα τιμή IPE12.34.22
(Olbia, i B.C.);- έσταται τιμαί IG9(2).1109.10
(Magn.Thess.).2 of things, remarkable, ;- εστάτη χρεία Plb.1.78.11
; - εστάτη μάχη Anon.Hist.Oxy.12ii31.3 as a title of divinities,τῶν -εστάτων θεῶν IG5(1).1179
([place name] Sparta) ; also of Eastern Kings, e.g.Ptolemy V, OG190.5(Rosetta, ii B.C.); Antiochus of Syria, Plb. 26.1a.1, etc.2 with distinction,λαμπρῶς καὶ ἐ. IGRom.4.844
([place name] Phrygia), cf.J.BJ7.3.1 : [comp] Comp.-έστερον, ζην
with greater distinction,Men.
223.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφανής
-
5 ἐπίφαντος
ἐπίφαν-τος, ον,A in the light, alive, S.Ant. 841 (lyr.); visible, manifest, Διοσκούρων ἐ. prob. in Poet. ap. Stob.1.1.31a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίφαντος
См. также в других словарях:
ακαταληψία — η (Α ἀκαταληψία) [ἀκατάληπτος] 1. αδυναμία ή ανικανότητα για κατανόηση, για βέβαιη γνώση «τῶν ἀδήλων ἀκαταληψία» (Σέξτ. Εμπ. Πυρρών. 1, 236), «εἴδησις... τῆς θείας οὐσίας ἡ αἴσθησις αὐτοῡ τῆς ἀκαταληψίας» (Μ. Βασίλ. Επ. 234.2), «τὴν ἀγνωσίαν διὰ… … Dictionary of Greek
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
αστενοχώρητος — η, ο (AM ἀστενοχώρητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στενοχωρηθεί ή λυπηθεί για τίποτε 2. εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου δεν στενοχωριέται κάποιος αρχ. μσν. Ι. εκείνος που δεν αντιμετωπίζει στενότητα χώρου, που χωρά άνετα κάπου («θεὸν… … Dictionary of Greek
ενυποστατικός — ἐνυποστατικός, ή, όν (AM) ενυπόστατος, αυτός που έχει υπόσταση, ουσία, πραγματικός, ουσιώδης, συγκεκριμένος, αντικειμενικός («εἰς μορφὰς καὶ εἰς ἐνυποστατικὰς ἀρχάς», Επιφάν.) … Dictionary of Greek
ετοιμαστικός — ἑτοιμαστικός, ή, όν (Α) [ετοιμαστής] αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει («ἑτοιμαστικὴ φωνή» η φωνή που ετοιμάζει την ακοή τών ανθρώπων, Επιφάν.) … Dictionary of Greek
ετοιμολογία — η (ΑΜ ἑτοιμολογία) [ετοιμόλογος] η ετοιμότητα στον λόγο, το να απαντά κάποιος με άνεση και ευχέρεια, τό να δίνει εύκολα απαντήσεις («πολλοὺς δυνάμενος ἀπατᾱν τῇ τοῡ λόγου... ἑτοιμολογίᾳ», Επιφάν.) νεοελλ. 1. η προχειρολογία 2. η πνευματική… … Dictionary of Greek
κίσσησις — κίσσησις, απ. τ. κίττησις, ἡ (Α) [κισσώ (Ι)] 1. η ιδιομορφία τής όρεξης τών εγκύων, κίσσα* 2. μτφ. σύλληψη, γέννηση («ποῡ ἡ κίσσησις τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.) … Dictionary of Greek
κοιλιοφορώς — κοιλιοφορῶς (Α) επίρρ. (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην κοιλιά, μέσα στην κοιλιά («ἡ τὴν ἀστραπήν ἔνδον κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιλιο φόρος < κοιλ ία + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. στεφανη φόρος,… … Dictionary of Greek
κοκκηρός — κοκκηρός, ά, όν (AM) ο κατασκευασμένος από τον βαφικό κόκκο, κόκκινος («κοκκηρὰ ἐνδύματα», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα ηρός (πρβλ. ανθ ηρός, νοσ ηρός)] … Dictionary of Greek
κρεώδης — κρεώδης, ῶδες (Α) 1. όμοιος με κρέας ή γεμάτος με κρέας, σαρκώδης («καὶ τὴν ὀσμὴν ἔχειν κρεώδη», Θεόφρ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κρέατος («ὀφθαλμοὶ κρεώδεις ἐκ πολλῶν δακρύων», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek
κτιστικός — ή, ό (AM κτιστικός, ή, όν) [κτίστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτίση ή στο κτίσιμο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κτιστικά η αμοιβή τού κτίστη, τα εργολαβικά τών κτιστών, οι συνολικές δαπάνες για το κτίσιμο μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek