Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
ἐπιφαν-ής
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ακαταληψία — η (Α ἀκαταληψία) [ἀκατάληπτος] 1. αδυναμία ή ανικανότητα για κατανόηση, για βέβαιη γνώση «τῶν ἀδήλων ἀκαταληψία» (Σέξτ. Εμπ. Πυρρών. 1, 236), «εἴδησις... τῆς θείας οὐσίας ἡ αἴσθησις αὐτοῡ τῆς ἀκαταληψίας» (Μ. Βασίλ. Επ. 234.2), «τὴν ἀγνωσίαν διὰ… … Dictionary of Greek
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
αστενοχώρητος — η, ο (AM ἀστενοχώρητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στενοχωρηθεί ή λυπηθεί για τίποτε 2. εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου δεν στενοχωριέται κάποιος αρχ. μσν. Ι. εκείνος που δεν αντιμετωπίζει στενότητα χώρου, που χωρά άνετα κάπου («θεὸν… … Dictionary of Greek
ενυποστατικός — ἐνυποστατικός, ή, όν (AM) ενυπόστατος, αυτός που έχει υπόσταση, ουσία, πραγματικός, ουσιώδης, συγκεκριμένος, αντικειμενικός («εἰς μορφὰς καὶ εἰς ἐνυποστατικὰς ἀρχάς», Επιφάν.) … Dictionary of Greek
ετοιμαστικός — ἑτοιμαστικός, ή, όν (Α) [ετοιμαστής] αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει («ἑτοιμαστικὴ φωνή» η φωνή που ετοιμάζει την ακοή τών ανθρώπων, Επιφάν.) … Dictionary of Greek
ετοιμολογία — η (ΑΜ ἑτοιμολογία) [ετοιμόλογος] η ετοιμότητα στον λόγο, το να απαντά κάποιος με άνεση και ευχέρεια, τό να δίνει εύκολα απαντήσεις («πολλοὺς δυνάμενος ἀπατᾱν τῇ τοῡ λόγου... ἑτοιμολογίᾳ», Επιφάν.) νεοελλ. 1. η προχειρολογία 2. η πνευματική… … Dictionary of Greek
κίσσησις — κίσσησις, απ. τ. κίττησις, ἡ (Α) [κισσώ (Ι)] 1. η ιδιομορφία τής όρεξης τών εγκύων, κίσσα* 2. μτφ. σύλληψη, γέννηση («ποῡ ἡ κίσσησις τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.) … Dictionary of Greek
κοιλιοφορώς — κοιλιοφορῶς (Α) επίρρ. (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην κοιλιά, μέσα στην κοιλιά («ἡ τὴν ἀστραπήν ἔνδον κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιλιο φόρος < κοιλ ία + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. στεφανη φόρος,… … Dictionary of Greek
κοκκηρός — κοκκηρός, ά, όν (AM) ο κατασκευασμένος από τον βαφικό κόκκο, κόκκινος («κοκκηρὰ ἐνδύματα», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα ηρός (πρβλ. ανθ ηρός, νοσ ηρός)] … Dictionary of Greek
κρεώδης — κρεώδης, ῶδες (Α) 1. όμοιος με κρέας ή γεμάτος με κρέας, σαρκώδης («καὶ τὴν ὀσμὴν ἔχειν κρεώδη», Θεόφρ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κρέατος («ὀφθαλμοὶ κρεώδεις ἐκ πολλῶν δακρύων», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek
κτιστικός — ή, ό (AM κτιστικός, ή, όν) [κτίστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτίση ή στο κτίσιμο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κτιστικά η αμοιβή τού κτίστη, τα εργολαβικά τών κτιστών, οι συνολικές δαπάνες για το κτίσιμο μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek