-
1 ἐπιτύχημα
A = ἐπίτευγμα, EM548.45.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτύχημα
-
2 ἐπιτυχής
A hitting the mark, successful (opp. ἀποτυχής, Pl.Sis. 391c ([comp] Comp.)), Turneb.(lyr.); , D.S.4.83 ;κατά τι Plb.5.102.1
;ἐς πάντα App.BC2.149
([comp] Sup.): c.gen., ἐ. τῶν καιρῶν δόξα that always hits the right nail on the head, Isoc.12.30. Adv.-χῶς, εἰπεῖν Pl.Phlb. 38d
;διειλέχθαι Isoc.12.230
, cf.Plu.Mar.17, Aët.9.28.II [voice] Pass., easy to hit,εὔβλητοι καὶ ἐ. App.Syr.35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτυχής
-
3 ἐπιτυχία
ἐπιτυχ-ία, ἡ,2 success, opp. ἀποτυχίη, Democr.275 ;ἐν ταῖς μάχαις Plb.1.6.4
;τῶν μαντευμάτων D.H.3.70
;ἔργων OG1678.2
(Egypt, ii A.D.): pl., Phld.Po.2.33 ; advantage, Ph.2.326.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτυχία
-
4 επιτυχής
-
5 επιτυχία
η успех, удача;μεγάλη επιτυχία — большой успех;
έχω επιτυχία — или στέφομαι υπό επιτυχίας — увенчаться успехом;
με επιτυχία — с ус- пехом;
(καλή) επιτυχ! — или καλές επιτυχίες! — желаю вам успехов, удачи;
βαδίζω από επιτυχία σε επιτυχία — идти от успеха к успеху
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский