-
1 ἐπιτέλεια
ἐπιτέλ-εια, ἡ,A oversight, command, prob. f.l. for -μέλεια, Polyaen. 6.9.3(pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτέλεια
-
2 ἐπιτέλειος
A bringing to fulfilment, epith. of Aphrodite, BCH49.79 (Delph.) ; of Zeus, SIG 961 note 2 (iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτέλειος
-
3 ἐπιτελειόω
A complete, esp. a sacrifice, Lycurg.Fr.36 (- λεοῦν codd.) ;τὴν θυσίαν Plu.Mar.22
; cf. ἐπιτελέωμα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτελειόω
-
4 ἐπιτελείωσις
II accomplishment, completion,τῆς εὐχῆς Plu.Num. 14
, cf. 2.961c ; ἐ. τῆς πολιτείας, of the Censorship at Rome, Id.Cat. Ma.16, Flam.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτελείωσις
-
5 ἐπιτέλεσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτέλεσις
-
6 ἐπιτέλεσμα
A that which is completed, Poll.6.181.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτέλεσμα
-
7 ἐπιτελεστέον
A one must accomplish, Isoc.12.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτελεστέον
-
8 ἐπιτελεστής
A accomplisher, Sch.Lyc.305.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτελεστής
-
9 ἐπιτελεστικός
A capable of effecting one's purpose, Arist.Phgn. 813b21, cf. Chrysipp.Stoic.3.123 ; for fulfilment,ἐ.τῶν εὐχῶν θυσία Hsch.
s.v. τεληέσσας: [comp] Sup., Sch.Il.8.247.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτελεστικός
-
10 ἐπιτελευτή
ἐπιτελ-ευτή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτελευτή
-
11 ἐπιτελέω
A (Erythrae, iv B.C.), [dialect] Dor.[ per.] 3pl. [tense] fut.- τελεσσεῦντι Annuario 4
/5.225.27 (Rhodes, ii B.C.), [ per.] 3pl. [tense] pf.- τετελέκαντι SIG1158.3
(Delph., iii B.C.):—complete, finish, accomplish,ἐ. τὰ ἐπιτασσόμενα Hdt.1.115
, cf. 51,90 ; τὰς ἐντολάς ib. 157 ; τὸν προκείμενον ἄεθλον ib. 126 ;ἀποδείξιας Archyt.4
;ἐ. ἔργῳ ἃ ἂν γνῶσιν Th.1.70
;ταῦτα τοῖς ἔργοις ἐ. Isoc.2.38
;πόλεμον Plb.1.65.2
; esp. of the fulfilment of oracles, visions, etc., Hdt.1.13 ([voice] Pass.), al. ; εὐχήν ib.86 ;ἃ ὑπέσχετο Th.1.138
:—[voice] Med., τὴν κρίσιν ἐπιτελέσασθαι get it completed, Pl.Phlb. 27c ;καλὴν καὶ σεμνὴν πρᾶξιν -τετελεσμένος Plb.15.22.1
:—[voice] Pass., ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ that it may be brought to pass, Decr. ap. D.18.29 ; of movements, Hero Aut.19.5 ; [ παθήματα] τῇ ἀδελφότητι ἐ. IEp.Pet.5.9.3 [voice] Pass. in Logic, of a syllogism, to be made perfect, by reduction to the first figure, Id.APr. 28a5, 41b4.II discharge a religious duty,θυσίας Hdt.2.63
, Thphr. ap.Porph.Abst.2.16, Inscr.Prien.108.27 (ii B.C.) ;τὰ νομιζόμενα τοῖς θεοῖς PAmh.2.35.50
(ii B.C.) ;νηστείας καὶ ὁρτάς Hdt.4.186
;λατρείας Ep.Hebr.9.6
(so in [voice] Med.,εὐωχίαν ἐπετελέσατο Inscr.Prien.113.61
(i B.C.)): abs., sacrifice,τινί Ael.VH12.61
.2 celebrate,τὴν τοῦ Κυνὸς ἐ. ἐπιτολήν Olymp. in Mete.113.14
.III pay in full,ἀποφορήν Hdt. 2.109
; , cf. 82, 84 ;ἐπιμήνια Id.8.41
: metaph. in [voice] Med., ἐπιτελεῖσθαι τὰ τοῦ γήρως to have to pay, be subject to, the burdens of old age, X.Mem.4.8.8 ; ἐ. θάνατον have to pay the debt of death, Id.Ap.33:—[voice] Pass., ἡ δίκη.. τοῦ φόνου.. ἐκ Μαρδονίου ἐπετελέετο was paid in full by.., Hdt.9.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτελέω
-
12 ἐπιτελέωμα
A something offered besides the usual sacrifice, Lycurg.Fr. 36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτελέωμα
-
13 ἐπιτελής
A brought to an end, completed, accomplished, ποιεῖν τι ἐπιτελές, = ἐπιτελεῖν, Hdt.1.117, 3.141, Hp.Jusj., etc. ;ἐπιτελῆ ποιῆσαι ἐντολάν τινος Test.Epict.1.18
;ἐ. ἐγίνετό τι Hdt.1.124
, Th.1.141 ;εὐχαὶ ἐ. γενόμεναι Pl.Lg. 931e
, cf. SIG581.5 (ii B.C.) ;κρίσιν λαμβάνει ὁ πόλεμος ἐπιτελῆ D.H.10.46
; of persons, adult, Hsch. [dialect] Ion. Adv.- έως
at last,Aret.
SA2.8.II [voice] Act., effective, Ant.Lib. 19.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτελής
-
14 ἐπιτελίζω
A = ἐπιτελέω, in [voice] Pass.,- ισμένας ἑορτάς IGRom.4.1272
([place name] Thyatira).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτελίζω
-
15 ἐπιτέμνω
A- τεμῶ Antyll.
(v. infr.): [tense] aor. ἐπέτᾰμον: —cut upon the surface, make an incision into, gash,τὸ ἔσω τῶν χειρῶν Hdt.3.8
, cf. 4.70 ;κατὰ μῆκος τὰς σάρκας Id.6.75
;φλέβα Hp.
Aër. 22 ;ἐ. τὴν σαυτοῦ κεφαλήν Aeschin.2.93
:—[voice] Med., ; κατά τι in a place, Thphr. HP1.8.4.2 make a further incision, opp. τέμνειν, Antyll. ap. Orib. 44.23.2.II cut short,τὰ λοιπὰ τῶν ἐπιχειρημάτων Arist.SE 174b29
;λέγοντα ἐ. τινά Plb.28.23.3
;τὰς προφάσεις Id.35.4.6
, cf. 5.58.3 ; prune, Thphr.HP6.6.6.2 abridge, shorten, epitomize a book, Plu. Art.11:—[voice] Med., Luc.Pr.Im.16:—[voice] Pass.,κεφαλαιωδέστατα -τετμημένα Epicur.Ep.1p.31U.
, cf. Phld.D. 3.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτέμνω
См. также в других словарях:
κανονάρχης — και κανονάρχος και καλονάρχης και καλανάρχης, ο (AM κανονάρχης, Μ και κανονάρχος και καλονάρχος) βοηθός τού ψάλτη, που τού υπαγορεύει μελωδικά την αρχή τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων νεοελλ. μσν. μτφ. σύμβουλος, βοηθός, υποβολέας, εισηγητής … Dictionary of Greek
κλεισουράρχης — ή κλεισουριάρχης, ὁ (Μ) 1. ο αρχηγός τής φρουράς που φύλαγε κλεισούρα, κλεισουροφύλακας 2. (στο Βυζ.) ο διοικητής τής κλεισούρας, μικρής διοικητικής περιφέρειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεισούρα + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. επιτελ άρχης, τελετ άρχης] … Dictionary of Greek