-
1 επισταδόν
-
2 ἐπισταδόν
-
3 ἐπισταδόν
A standing over each in turn (ἐφιστάμενος ἑκάστῳ EM364.35
), i.e. one after another, successively, νείκεον ἄλλοθεν ἄλλον ἐ. Od.12.392; νώμησεν δ' ἄρα πᾶσιν ἐ. 13.54; standing by, A.R.1.293; ἐ. οὐτάζοντες standing up to each other, Id.2.84.—The words of Od.16.453, δόρπον ἐ. ὡπλίζοντο, seem to have given rise to the other expl. of the Sch., ἐπισταμένως, ἐμπείρως (as if from ἐπίσταμαι).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισταδόν
-
4 ἐπισταδόν
ἐπι-σταδόν ( ἵστημι): adv., stepping up to; standing, i. e. on the spot, Od. 16.453.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπισταδόν
-
5 ἐπιστατικός
A of or for government: ἡ -κή (sc. ἐπιστήμη) Pl.Plt. 292b, 308e;δυνάμεις ἐ. τῆς φύσεως Iamb. Myst.2.1
.2. concerning anἐπιστάτης, γραφή Arist.Ath.59.2
.b. -κόν, τό, tax levied for the support of an ἐ., BGU337.2 (iii A.D.); ἐ.ἱερέων PFay.42
(a) ii8 (ii A.D.).3. careful, attentive, Syrian. in Metaph.13.6. Adv. - κῶς ib.6.6, S.E.M.7.182.4. ἐ. πρός τι giving an impulse towards, Phld.Mus.p.84K.5. scientific,κατάλημμα D.L.7.45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστατικός
См. также в других словарях:
επισταδόν — ἐπισταδόν (Α) επίρρ. 1. παραστέκοντας άλλους που είναι αράδα, διαδοχικά («νείκεον ἄλλοθεν ἄλλον ἐπισταδόν» τούς επιτίμησα διαδοχικά όλους στη σειρά, Ομ. Οδ.) 2. παραστέκοντας ο ένας τον άλλο («οἱ δ’ ἄρα δόρπον ἐπισταδὸν ὡπλίζοντο» αυτοί… … Dictionary of Greek
ἐπισταδόν — standing over each in turn indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)