-
1 επιστημονικός
-
2 ἐπιστημονικός
-
3 επιστημονικος
-
4 επιστημονικός
[эпистимоникос] επ научный. -
5 ἐπιστημονικός
A capable of knowledge,τὸ ἐ. τῆς ψυχῆς Arist.de An. 431b27
; opp. βουλευτικός, Id.MM 1196b17, cf. EN 1139a12;θεὸς.. πάντων-ώτατον Id.Fr.10
(=S.E.M.9.21): [comp] Comp. , Ph.Fr.70 H.II. of or for science, scientific, ; ὁ ὁρισμὸς - κός (v.l. -κόν) Id.Metaph. 1039b32;ἀποδείξεις Id.AP0.75a30
; συλλογισμός ib.71b18;αἴσθησις Phld.Mus.p.11
K.;λόγοι Gal.UP12.6
;ἐπίγνωσις Theol.Ar.17
; οὐκ ἦν εὔλογον οὐδ' ἐ. ib.58: [comp] Sup.- ώτατον, ἔργον [ὁ κόσμος] Ph.2.217. Adv. , Ph.2.417.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστημονικός
-
6 ἐπιστημονικός
ἐπι-στημονικός, ή, όν, das Wissen betreffend, wissend -
7 επιστημονικός
наученГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > επιστημονικός
-
8 επιστημονικός
scientifique -
9 επιστημονικός
naukowy przym. -
10 επιστημονικός
vědecký -
11 επιστημονικός
scientificΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιστημονικός
-
12 scientifique
επιστημονικός -
13 vědecký
επιστημονικός -
14 scientific
επιστημονικός -
15 naukowy
επιστημονικός -
16 учёный
учёный 1. (научный) επιστημονικός· \учёныйая степень о επιστημονικός βαθμός; \учёныйое звание о. επιστημονικός τίτλος 2. м о επιστήμονας* * *1.( научный) επιστημονικόςучёная степень — ο επιστημονικός βαθμός
2. мучёное зва́ние — ο επιστημονικός τίτλος
ο επιστήμονας -
17 ученый
учен||ый1. прил (о человеке) πολυμαθἡς, σοφός, ἐπιστήμονας [-ων], πεπαιδευμένος·2. прил (относящийся к науке) ἐπιστημονικός:\ученыйый совет ἡ σύγκλητος, τό συμβούλιο καθηγητών \ученыйое общество ὁ ἐπιστημονικός σύλλογος· \ученыйая степень ὁ ἐπιστημονικός βαθμός· \ученыйое звание ὁ ἐπιστημονικός τίτλος· \ученыйые записки τά πεπραγμένα (или τά πρακτικά) ἐπιστημονικοῦ ιδρύματος·3. прил (дрессированный) ἐξασκημένος, (ἐκ)γυμνασμέ- νος·4. м ὁ ἐπιστήμονας [-ων], ὁ σοφός:известный \ученыйый ὁ διάσημος ἐπιστήμονας. -
18 учёный
επ., βρ: учн, -а, -о.1. επιστήμονας, έμπειρος•учёный садовод επιστήμονας κηπουρός.
|| (για ζώα) συνηθισμένος, γυμνασμένος, εξασκημένος.2. πολυμαθής, πολύμαθος, πολΰξερος, πολύγνωρος, πολυκάτεχος.(απλ.) γραμματισμένος, μορφωμένος.3. ουσ. επιστήμονας•известный учёный διάσημος επιστήμονας•
-с мировым именем επιστήμονας παγκόσμιας φήμης.
4. επιστημονικός•-ая статья επιστημονικό άρθρο•
учёный спор επιστημονική συζήτηση•
-ые термины επιστημονικοί όροι (ορολογίες)•
учёный круг επιστημονικός κύκλος•
-ая степень ο επιστημονικός βαθμός•
-ое звание ο επιστημονικός τίτλος.
-
19 επιστημονικά
ἐπιστημονικόςcapable of knowledge: neut nom /voc /acc plἐπιστημονικά̱, ἐπιστημονικόςcapable of knowledge: fem nom /voc /acc dualἐπιστημονικά̱, ἐπιστημονικόςcapable of knowledge: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
20 ἐπιστημονικά
ἐπιστημονικόςcapable of knowledge: neut nom /voc /acc plἐπιστημονικά̱, ἐπιστημονικόςcapable of knowledge: fem nom /voc /acc dualἐπιστημονικά̱, ἐπιστημονικόςcapable of knowledge: fem nom /voc sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐπιστημονικός — capable of knowledge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστημονικός — ή, ό (AM ἐπιστημονικός, ή, όν) [επιστήμων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που ακολουθεί τους όρους τής επιστήμης («επιστημονική έρευνα, συζήτηση», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική ἀπόδειξις») αρχ. ο ικανός να κατέχει την… … Dictionary of Greek
επιστημονικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που γίνεται με επιστήμη: Επιστημονική έρευνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμοχημεία — Επιστημονικός όρος, με τον οποίο δηλώνεται οτιδήποτε έχει σχέση με τη χημεία, όταν το πεδίο έρευνάς της είναι ο κοσμικός χώρος και τα ουράνια σώματα. Είναι αντίστοιχη με τη γεωχημεία, το πεδίο έρευνας της οποίας είναι η Γη. Η κ. μελετά τη χημική… … Dictionary of Greek
ἐπιστημονικά — ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc pl ἐπιστημονικά̱ , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc/acc dual ἐπιστημονικά̱ , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικώτερον — ἐπιστημονικός capable of knowledge adverbial comp ἐπιστημονικός capable of knowledge masc acc comp sg ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστοφυσική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τα φυσικά φαινόμενα που συμβάλλουν στη σύσταση των ιστών και στις εκδηλώσεις των ζωικών δραστηριοτήτων τους. Ο επιστημονικός κλάδος που μελετά τις μορφολειτουργικές σχέσεις των ιστών ονομάζεται ιστοφυσιολογία και… … Dictionary of Greek
ἐπιστημονικωτάτων — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen superl pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικωτέρων — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen comp pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικῶν — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικόν — ἐπιστημονικός capable of knowledge masc acc sg ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)