-
1 επισσώτροις
-
2 ἐπισσώτροις
-
3 δατέομαι
A v.l. -έεσθαι) Hes. Op. 767: [tense] fut. δάσομαι (κατα- Il.22.354
(tm.): [tense] aor.ἐδασάμην, δασσάμην Od.14.208
, Il.1.368, etc.; [dialect] Ion.δασάσκετο 9.333
(δια-, tm.): [tense] pf.δέδασμαι Diog.Apoll.3
, Q.S.2.57 in pass. sense (v. infr. 11): [tense] aor. inf. δασθῆναι, Hsch.:—divide among themselves,ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοί Il.9.138
; ;ἄνδιχα πάντα δάσασθαι 18.511
, cf. Od.2.335, etc.;χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Pi.O.7.55
; μένος Ἄρηος δατέονται they share, i.e. are alike filled with, the fury of Ares, Il.18.264: freq. of banqueters,κρέα πολλὰ δατεῦντο Od.1.112
; ; ὑπέστην Ἕκτορα.. δώσελν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι tear in pieces, Il.23.21, cf. Od.18.87, E.Tr. 450.2 [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο measured the ground with their feet, Il.23.121.3 cut in two,τὸν μὲν.. ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο 20.394
.II in act. sense, simply, divide, having divided into..,Hdt.
7.121; divide or give to others,τῶν θεῶν τᾡ ταχίστῳ.. τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται Id.1.216
;τοῖς παισὶ τὰ χρήματα Democr.279
;μεῖον, πλέον δ. X.Cyr.4.2.43
, Oec. 7.24;τὸ ἐπιβάλλον Corn.ND27
: [tense] pf. in pass. sense, to be divided, distributed, Il.1.125, 15.189, Hdt.2.84, Diog.Apoll. l.c., E.HF 1329.— [dialect] Ep. and [dialect] Ion., also Cret., Leg.Gort.4.28, al., and Arc., IG5(2).262 (Mantinea, v B.C.); rare in Trag., never in correct [dialect] Att. Prose, exc. Lys.Fr.7S. (Cf. δαίω (B).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δατέομαι
-
4 δατέομαι
δατέομαι ( δαί Od. 24.2), ipf. 3 pl. δατεῦντο, fut. δάσονται, aor. δασσάμεθα, ἐδάσαντο, iter. δασάσκετο, perf. pass. 3 sing. δέδασται: divide with each other, divide (up); πατρώια, μοίρᾶς, ληίδα, κρέα, etc.; of simply ‘cutting asunder,’ Od. 1.112, τὸν μὲν Ἀχαιῶν ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο, Il. 20.394; χθόνα ποσσὶ δατεῦντο ( ἡμίονοι), Il. 23.121; met., Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ | ἐν μέσῳ ἀμφότεροι μένος -Ἄρηος δατέονται, Il. 18.264.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δατέομαι
См. также в других словарях:
ἐπισσώτροις — ἐπίσσωτρον neut dat pl ἐπίσωτρον metal hoop upon the felloe neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)