-
1 επιπλόμενον
ἐπιπέλομαιcome to: pres part mid masc acc sg (epic)ἐπιπέλομαιcome to: pres part mid neut nom /voc /acc sg (epic) -
2 ἐπιπλόμενον
ἐπιπέλομαιcome to: pres part mid masc acc sg (epic)ἐπιπέλομαιcome to: pres part mid neut nom /voc /acc sg (epic) -
3 ἐπιπλόμενον
ἐπιπλόμενον: see ἐπιπέλομαι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιπλόμενον
-
4 ἐπι-πέλομαι
ἐπι-πέλομαι (s. πέλομαι), herankommen; bei Hom. außer den Stellen, die man als Tmesis hierherrechnet, wie οὐδέ τις ἄλλη νοῦσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται βροτοῖσιν Od. 15, 408, vgl. 13, 60, nur im sync. aor. ἐπιπλόμενος; ἀλλ' ὅτε δὴ ὄγδοόν μοι ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλϑεν, als herankommend das achte Jahr genaht war, 7, 261. 14, 287; ähnlich ἐπιπλομένου ἐνιαυτοῦ Hes. Th. 493, wie Sc. 87 τάχα ἄμμες ἐπιπλομένων ἐνιαυτῶν γεινόμεϑα, nach Verlauf der Zeiten (vgl. περιπέλομαι;) Sp., wie Ap. Rh. ἤματι ἄλλῳ νυκτί τ' ἐπιπλομένη 2, 1001. – Im feindlichen Sinne nahen, νέφος ἐμὸν ἐπιπλόμενον ἄφατον, vom Unglück, Soph. O. R. 1314, wie τάρβος Ap. Rh. 4, 465; auch ἐπιπλόμεναι δέ μιν, zu ihr gekommen, 3, 205.
-
5 επιπελομαι
(преимущ. part. aor. sync. ἐπιπλόμενος) приходить, надвигаться, наступатьὄγδοον ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλθεν Hom. — настал восьмой год; -
6 ἐπιπέλομαι
ἐπι-πέλομαι, herankommen; ἀλλ' ὅτε δὴ ὄγδοόν μοι ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλϑεν, als herankommend das achte Jahr genaht war; τάχα ἄμμες ἐπιπλομένων ἐνιαυτῶν γεινόμεϑα, nach Verlauf der Zeiten. Im feindlichen Sinne nahen, νέφος ἐμὸν ἐπιπλόμενον ἄφατον, vom Unglück; auch ἐπιπλόμεναι δέ μιν, zu ihr gekommen -
7 ἐπιπέλομαι
A come to or upon, οὐδέ τις ἄλλη νοῦσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται..βροτοῖσι Od.15.408
, cf. 13.60: elsewh. only in [dialect] Ep. [tense] aor.2 part. ἐπιπλόμενος rolling on, approaching, ἀλλ' ὅτε δὴ ὄγδοόν μοι ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλθεν when the eighth revolving year had come, 7.261;ἐπιπλομένων ἐνιαυτῶν Hes.Sc.87
, Th. 493 (v. ἐνιαυτός) ; ἐπιπλ. νυκτί,ἐπιπλ. ἠοῦς A.R.2.1231
, 4.670, etc.; of persons, Id.3.25, 127; in hostile sense, attacking, assaulting, Id.1.465; so of a storm, νέφος..ἐπιπλ. ἄφατον S.OT 1314
(lyr.). (Cf. περιτέλλομαι, ἐπιτέλλω (B).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπέλομαι
-
8 ἔτος
Aἔτῃ IG2.1059.18
:— year, τῶν προτέρων ἐτέων in bygone years, Il.11.691; τόδ' ἐεικοστὸν ἔ. ἐστὶν ἐξ οὗ .. 24.765, cf. Od.2.89, 19.222;ὅτε.. ὄγδοόν μοι ἐπιπλόμενον ἔ. ἦλθε 7.261
; ἔ. ἐνιαυτῶν, v. ἐνιαυτός; ἑκάστου ἔτους Pl.Phd. 58b;ἀν' ἕκαστον ἔ. Thphr.HP4.4.4
;ἀνὰ πᾶν ἔ. AP9.430
(Crin.);ἀνὰ πάντα ἔτεα Hdt. 8.65
; δι' ἔτους πέμπτου every fifth year, Ar.Pl. 584; κατὰ ἔ. every year, Th.4.53, D.S.3.2, Ev.Luc.2.41, etc. (freq. καθ' ἕ., as PPetr.3p.34 (iii B.C.) and later); ἔ. εἰς ἔ. year after year, S.Ant. 340 (lyr.); δι' ἔτους annually, Ph.1.19, 378;εἰς ἔ. Theoc.Ep.13.4
;εἰς ἔ. ἐξ ἔτεος Id.18.15
;ἔ. ἐξ ἔτους LXX Le.25.50
; παρὰ ἔ. every other year, Paus.9.32.3 (but yearly,Tab.Heracl.
1.101);πάλαι πολλὰ ἤδη ἔτη Pl.Ap. 18b
;τρίτῳ ἔτει Th.1.101
;τρίτῳ ἔτεϊ πρότερον Hdt.6.40
; τρίτῳ ἔτεϊ τούτων in the third year after this, ibid., etc.; freq. in acc., ἔ. τόδ' ἤδη δέκατον.. βόσκων now for these ten years, S.Ph. 312; , cf. D.3.4, 33.23; of a person's age,γεγονὼς ἔτη τρία ἀπολείποντα τῶν ἑκατόν Isoc.12.270
;οἱ ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονότες X.Cyr.1.2.4
, cf. 13, etc.; withoutγεγονώς, τοὺς ὑπὲρ τετταράκοντα ἔτη Id.An.5.3.1
; οἱ μέχρι τετταράκοντα ἐτῶν ib.6.4.25, etc.: in gen.,ἐπειδὰν ἐτῶν ᾖ τις τριάκοντα Pl.Lg. 721b
; μυρίων ἐτῶν within a period of 10, 000 years, Id.Phdr. 248e; ὥρα ἔτους, v. ὥρα 1.2 regnal year,τὸ πέμπτον ἔ. Δομιτιανοῦ POxy.477.8
(ii A.D.). ([full] ϝέτος SIG9.2 (Olympia, vi B.C.), Berl.Sitzb.1927.8 ([dialect] Locr., v B.C.), Inscr.Cypr.135.1 H., Tab.Heracl.l.c.; cf. Lat. vetus.) -
9 ἐπιπέλομαι
ἐπι-πέλομαι: only syncopated part., ἐπιπλόμενον ϝέτος, on-coming, on-rolling year, Od. 7.261 and Od. 14.287.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιπέλομαι
См. также в других словарях:
ἐπιπλόμενον — ἐπιπέλομαι come to pres part mid masc acc sg (epic) ἐπιπέλομαι come to pres part mid neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπέλομαι — ἐπιπέλομαι (Α) [πελομαι] 1. επέρχομαι, προσβάλλω, επιτίθεμαι («τά τ’ ἐπ’ ἀνθρώποισι πέλονται», Ομ. Οδ.) 2. ενσκήπτω («οὐδέ τις ἄλλη νοῡσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται... βροτοῑσι», Ομ. Οδ.) 3. ποιητ. τ. τής μτχ. αορ. β’, ἐπιπλόμενος α) ο επερχόμενος,… … Dictionary of Greek