-
1 επιπλοκή
-
2 ἐπιπλοκῇ
-
3 επιπλοκή
-
4 ἐπιπλοκή
-
5 επιπλοκη
ἥ1) досл. вплетание, перен. (взаимо)отношения, сношения(πρὸς ἀλλήλους Polyb.)
ἥ εἰς Πελοπόννησον ἐ. Polyb. — вмешательство в дела Пелопоннеса2) половая связь Diod., Plut. -
6 ἐπιπλοκή
ἐπιπλοκή, ἡ,A plaiting together, ῥίζαι κατ' ἐπιπλοκὴν δασεῖαι matted roots, Dsc.4.187; ἐπιπλοκαὶ ἀτόμων entanglements, Ph.2.489: metaph.,τῶν αἰτίων πρὸς ἄλληλα Plot.3.1.2
.2. union, intercourse,πρὸς ἀλλήλους Plb.5.37.2
;τῶν βαρβάρων Str.14.2.28
;εἰς τοὺς τόπους Plb.2.12.7
(but ἐ. εἰς Πελοπόννησον intermeddling with the affairs of P., Id.4.3.3): c. dat., Phld.Ir.p.47 W.; connexion of people with one another, Stoic.3.90, 161 (pl.); φίλων ἐπιπλοκαὶ ἑστιατικαί friendly relations.., ib.254; sexual intercourse, D.S.4.9, Plu.Sol.20 (pl.), etc.3. combination of styles, in pl., D.H.Dem.37, Hermog.Stat. 5; concatenation of cause with effect, Chrysipp.Stoic.2.293, 265.4. complexity, confusion, muddle,τοῦ βίου Men.16.8D.
; ἐ. σοφιστικαί involved arguments, Alex.Aphr.in Metaph.270.30.5. Gramm., insertion of a letter, Ath.7.324d, Hdn.Gr.2.928; combination, στοιχείων, λέξεων, A.D.Synt.3.11, 4.10.b. alloying of metals, Ps.Democr. p.54B.c. mixed nature of disease, Gal.Sect.Intr.6; esp. of fevers, Id.7.370, al.6. in Metre, conversion of rhythms by change in order of syllables, Mar. Vict.p.63K.; also, a group of rhythms thus related, ἐ. δυαδικὴ τετράσημος, τρίσημος, ibid., cf. Juba ib.p.94K., Sch.Heph.p.110C., al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπλοκή
-
7 επιπλοκή
η1) запутанность, усложнённость; усложнение; 2) мед. осложнение -
8 επιπλοκή
[эпиплоки] ουσ θ осложнение. -
9 ἐπιπλοκή
ἐπι-πλοκή, ἡ, Verflechtung, Verknüpfung; der Umgang, Verkehr; von fleischlicher Vermischung. In der Metrik -
10 επιπλοκή
complication -
11 επιπλοκή
1) komplikacja (f) rzecz.2) powikłanie (n) rzecz. -
12 επιπλοκή
1) komplikace2) složitost3) zápletka -
13 επιπλοκή
complicationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιπλοκή
-
14 complication
επιπλοκή -
15 komplikace
επιπλοκή -
16 složitost
επιπλοκή -
17 zápletka
επιπλοκή -
18 komplikacja
επιπλοκή -
19 powikłanie
επιπλοκή -
20 осложнение
См. также в других словарях:
ἐπιπλοκῇ — ἐπιπλοκή plaiting together fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλοκή — plaiting together fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπλοκή — η (Α ἐπιπλοκή) [επιπλέκω] μπέρδεμα, περιπλοκή, εμπλοκή νεοελλ. 1. (για διαφορές προσώπων, ομάδων, κρατών κ.λπ.) εμφάνιση νέων δυσχερειών που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση, επιδείνωση 2. ιατρ. εμφάνιση νέας νοσηρής καταστάσεως που… … Dictionary of Greek
επιπλοκή — η 1. περιπλοκή, εμπλοκή, μπέρδεμα. 2. μτφ., η επαύξηση των δυσχερειών εξαιτίας νέων δυσκολιών, η επιδείνωση. 3. (ιατρ.), η εμφάνιση πρόσθετου νοσηρού συμπτώματος, η περιπλοκή, η επιδείνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιπλοκαῖς — ἐπιπλοκή plaiting together fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλοκαί — ἐπιπλοκή plaiting together fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλοκῆς — ἐπιπλοκή plaiting together fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλοκήν — ἐπιπλοκή plaiting together fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλοκῶν — ἐπιπλοκή plaiting together fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
παραφίμωση — η ιατρ. επιπλοκή τής φίμωσης που συνίσταται σε περίσφιγξη τής βαλάνου τού πέους από την στενωμένη ακροποσθία η οποία έχει τραβηχθεί βίαια προς τα πίσω, επιπλοκή που απαιτεί άμεση χειρουργική επέμβαση για θεραπεία … Dictionary of Greek