-
1 επιπιστωσις
- εως ἥ дополнительное доказательство, подтверждение(πίστωσις καὴ ἐ. Plat.)
-
2 ἐπιπίστωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπίστωσις
-
3 ἐπιπίστωσις
ἐπι-πίστωσις, ἡ, Nebenbeglaubigung, die zur πίστωσις noch hinzukommt, rhetorischer Kunstausdruck des Theodorus von Byzanz -
4 επιπίστωσιν
-
5 ἐπιπίστωσιν
См. также в других словарях:
επιπίστωσις — ἐπιπίστωσις, ἡ (Α) δεύτερη πίστωση που προστίθεται σε προηγούμενη, επιβεβαίωση τής πιστώσεως … Dictionary of Greek
ἐπιπίστωσιν — ἐπιπίστωσις further fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)