-
1 επιπίστωσιν
-
2 ἐπιπίστωσιν
См. также в других словарях:
ἐπιπίστωσιν — ἐπιπίστωσις further fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιπίστωσιν
2 ἐπιπίστωσιν
ἐπιπίστωσιν — ἐπιπίστωσις further fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)