-
1 ἐπιπάξ
-
2 ἐπιτάξ
A in a row, Arat.380.II = συντόμως, Com.Adesp.1296 ; forthwith, straightway, cj. in E.Fr.292.2.
См. также в других словарях:
επιπάξ — ἐπιπάξ (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «συντόμως..., ἢ ἐπὶ τὰ ἀριστερά» … Dictionary of Greek