-
1 επινοίαις
-
2 ἐπινοίαις
-
3 νωθρός
νωθρός, = νωϑής, träge; νωϑροί πως ἀπαντῶσι πρὸς τὰς μαϑήσεις, Plat. Theaet. 144 b; häufiger bei Sp., καὶ ἡσύχιος, Pol. 32, 9, 11, ἐν ταῖς ἐπινοίαις, 4, 8, 5, öfter; so von geistiger Trägheit od. Dummheit, ἀγεννῶς καὶ νωϑρῶς, 3, 90, 6; καὶ ἀτόλμως, 4, 60, 2; Luc. Dem. enc. 43; νωϑρὸς ἀπ' ἰξύος εἰς πόδας, Comet. 2 (IX, 597); νωϑρὰ βλέπειν, Sosipat. 2 (V, 55); νότοι, nach S. Emp. adv. mus. 50 = träge machend.
-
4 εὖ-μήχανος
εὖ-μήχανος, gewandt, bes. im Ersinnen von Mitteln u. Wegen, um Etwas auszuführen, erfindungsreich, u. von Sachen, sinnreich, mit Kunst erdacht; εὐμήχανοι καὶ τέλειοι heißen die Eumeniden Aesch. Eum. 359; ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων, sinnreiche Auswege, Ar. Equ. 759; πολλαὶ ἐπίνοιαι καὶ εὐμήχανοι εἰς τέχνας λέγονται Plat. Rep. X, 600 a, vgl. Prot. 344 d; τῶν δ' ἀργίων ὀρνίϑων οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, sich ihren Lebensunterhalt zu verschaffen, οἱ δ' ἀμηχανώτεροι, Arist. H. A. 9, 11; Sp., ἐν ταῖς ἐπινοίαις D. Sic. 20, 92; λόγοι Luc.; auch c. gen., ἁλίων ἔργων Opp. Hal. 4, 593, wie Plat. Crat. 408 b; τὸ περὶ τὰς ἐνεργείας εὐμήχανον, = εὐμηχανία, Plut. Symp. 7, 1, 3. – Adv., εὐμηχάνως δόρυ πεποιημένον, sinnreich, kunstreich, Plut. Pericl. 31; a. Sp.
-
5 ἐπί-νοια
ἐπί-νοια, ἡ, Gedanke, Einfall, Erfindung; πολλαὶ ἐπίνοιαι καὶ εὐμήχανοι εἰς τέχνας Plat. Rep. X, 600 a; ϑαυμασταί, ἀστειόταται Ar. Equ. 539. 1322 u. öfter; οἶνον σὺ τολμᾷς εἰς ἐπίνοιαν λοιδορεῖν, in Beziehung auf das Erfinden, die Erfindungskraft, 90; das Vorhaben, die Absicht, Eur. Phoen. 408; Xen. Cyr. 2, 3, 19; εἰς ἐπίνοιάν τινος ἰέναι, über Etwas nachdenken, Thuc. 3, 46. 4, 42; οὐδὲ ἐπίνοιαν ποιεῖσϑαί τινος, auch nicht daran denken, Pol. 1, 20, 11; πάσαις ταῖς ἐπινοίαις γίγνεσϑαι περί τι 5, 110; κατ' ἐπίνοιαν, in der Vorstellung, Sext. Emp. adv. phys. 2, 348; πᾶσαν ἐπίνοιαν ὑπερβάλλειν, alle Vorstellung übersteigen, Plut. adv. stoic. 14; ἐπίνοιαι neben τολμήματα Luc. Alex. 1; Kunstgriff, 21. – Bei Soph. Ant. 385 ψεύδει γὰρ ἡ 'πίνοια τὴν γνώμην, die spätere Ueberlegung. – Uebh. Einsicht, ἡ κοινὴ ἐπ. Pol. 6, 5, 2.
См. также в других словарях:
ἐπινοίαις — ἐπίνοια thinking on fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητικός — ή, ό / πολιορκητικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολιορκώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιορκία («ταῖς πολιορκητικαῑς ἐπινοίαις καὶ βίαις χρησάμενοι», Πολ.) 2. αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή πολιορκίας («πολιορκητικές μηχανές» μηχανικές… … Dictionary of Greek